“Η Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 1700 δεν είχε να κάνει απλά με την εξέγερση του λαού με σκοπό την ανατροπή της μοναρχίας και την επικράτηση της δημοκρατίας και του ρεπουμπλικανισμού. Όχι! Είχε να κάνει και με τη μόδα – των προνομιούχων κυριών (οι οποίες λάτρευαν τις πουδραρισμένες περούκες, τις ψεύτικες ελιές στο πρόσωπο και τα κρινολίνα, που, σε κάποιες περιπτώσεις, έφταναν και τα τεσσεράμισι μέτρα φάρδος), σε αντίθεση με τη «μόδα» των μη προνομιούχων (οι οποίες φορούσαν χοντροκομμένα μποτάκια, στενές φούστες και μονόχρωμα υφάσματα). Σε αυτή τη συγκεκριμένη επανάσταση, όπως δείχνει η ιστορία, νίκησε η εργατική τάξη, αλλά η μόδα ηττήθηκε κατά κράτος.”
Ιστορία της Μόδας – ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΝΙΚΟΛΣ[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=Y0IN27aY29s&feature=player_embedded#at=11]
Από το βιβλίο “η βασίλισσα της σαπουνόφουσκας” :
“Σέρνω τη βαλίτσα μου στους διαδρόμους της αμαξοστοιχίας που εκτελεί τη διαδρομή Παρίσι-Σουιγιάκ και προσπαθώ να μην ξεσπάσω σε λυγμούς. Και δε φταίει το βάρος που κουβαλάω που με κάνει να θέλω να βάλω τα κλάματα. Ή, τουλάχιστον, δε φταίει μόνο αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι κι εύκολη υπόθεση να προσπαθείς να περπατήσεις σ’ έναν τόσο στενό διάδρομο, με τη χειραποσκευή σου περασμένη στον ώμο, και επιπλέον να πρέπει να κινείσαι και κάπως πλάγια σαν το καβούρι για να μη χτυπήσεις και κανέναν άνθρωπο στο κεφάλι καθώς ψάχνεις -προφανώς χωρίς αποτέλεσμα- για μία θέση που να κοιτάζει προς τη φορά του τρένου, στο βαγόνι μη καπνιστών της πρώτης θέσης.
Αν κάπνιζα και δε με πείραζε να κάθομαι ανάποδα προς τη φορά του τρένου, θα καθόμουν ήδη. Μόνο που δεν καπνίζω και πολύ φοβάμαι πως, αν ταξιδέψω ανάποδα, πιθανώς να τα βγάλω. Δηλαδή, είμαι σίγουρη πως θα τα βγάλω, μιας και νιώθω ναυτία από την πρώτη στιγμή που ξύπνησα στο Παρίσι και συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Το οποίο, με λίγα λόγια, είναι ότι έχω ξεκινήσει να διασχίσω την Ευρώπη μόνη μου, χωρίς να είμαι και απόλυτα σίγουρη ότι θα βρω το μέρος που θέλω, πόσο μάλλον το άτομο το οποίο ψάχνω, που δεν είναι άλλο απ’ τη Σάρι, η οποία απλώς δε σηκώνει το τηλέφωνο της και, φυσικά, δε μου τηλεφωνεί.”