Γράφει ο Κούντερα στο καινούριο του βιβλίο ΄΄η γιορτή της ασημαντότητας΄΄ πως ο άνθρωπος είναι μοναξιά, μια μοναξιά περιτριγυρισμένη από μοναξιές.
Αυτό το απόσπασμα ήρθε στο μυαλό σου τώρα, σαν έκλαμψη. Τώρα που είσαι μόνος σου. Εκεί, στη μέση του μπλε, επιπλέεις με τον πιο γαλήνιο τρόπο που επέπλευσες ποτέ. Ο ήλιος σου γρατζουνάει το δέρμα και το αλάτι σου μουδιάζει την ψυχή. Χώνεις τα αυτιά σου στο νερό, ακούγονται ομιλίες ψαριών, ο θόρυβος της χτένας πάνω στα μαλλιά από μια γοργόνα που χτενίζεται και ένα χταπόδι που κλαίει απομονωμένο στα σκοτεινά γιατί θα ήθελε να έχει φτερά αντί για βεντούζες.
Βαριέσαι. Κολυμπάς και βγαίνεις.
Τώρα ανάβεις τσιγάρο και παρατηρείς τις κρυστάλλινες σταγόνες που απέμειναν να στεγνώνουν πάνω στο δέρμα σου. Τι θαύμα και αυτό!
Λίγο αργότερα, περνάει ένας πλανόδιος που πουλάει –άκουσον κύριε- μπαλόνια στη παραλία. Θέλω πέντε, πέντε διαφορετικά χρώματα του λες. Ο πλανόδιος σου τα δίνει, πληρώνεις και φεύγει. Τα δένεις στην ξαπλώστρα και πιάνεις το μονόγραμμα του Ελύτη. Μόνο εσύ διαβάζεις ποίηση στην παραλία, αλλά δεν σε νοιάζει, σουρούπωσε, ο κόσμος αραιώνει και αυτοί οι λιγοστοί που έμειναν σιγά μην παρατηρήσουν το δικό σου βιβλίο.
Οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου τρυπάνε τη θάλασσα και αυτή ματώνει. Παίρνεις τις κορδέλες με τα μπαλόνια στα χέρια σου και σκέφτεσαι αυτό που σου είπε την άνοιξη ο γιατρός, ότι φέτος θα ζήσεις το τελευταίο σου καλοκαίρι και μετά για παραθέρισμα στο σκοτεινό και υγρό υπέδαφος αιωνίως. Θυμάσαι τους φίλους σου, όταν ήσασταν νέοι κάθε χρόνο σ’αυτήν εδώ την παραλία γέλια, κλάματα, έρωτες και παιχνίδια και μετά άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι πέθαναν, χαθήκατε.
Πέντε φίλοι- πέντε μπαλόνια πολύχρωμα- ένα χρώμα για τον καθένα, μια ζωή για όλους μας. Μια ζωή σαν αστραπή, όμορφη αστραπή όμως με περίτεχνα σχέδια, γεμάτη ανατρεπτικές διακλαδώσεις.
Σαράντα έξι χρόνια αναρωτιόσουν τι χρώμα έχουν τα μάτια του Θεού, αν είναι γαλάζια τ’ουρανού, πράσινα της θάλασσας ή μωβ του ηλιοβασιλέματος, κόντεψε πια ο καιρός για να μάθεις, να τον συναντήσεις και να το διαπιστώσεις μόνος σου.
Ακούστηκε πως οι άγγελοι συνέταξαν πορεία διαμαρτυρίας προς τον Θεό με κύριο αίτημα τούτο το καλοκαίρι να διαρκέσει για πάντα. Ο Θεός χαμογέλασε και πέντε μπαλόνια χάιδεψαν για τελευταία φορά τη παλάμη σου και ελευθερώθηκαν προς τον ήλιο.
Θα ‘ρθω να σας βρω μονολόγησες, δεν θ’αργήσω…