Ένα από τα πράγματα που αγαπώ πολύ στη ζωή μου, πέρα από τη συγγραφή, το σινεμά, την Ύδρα ή τα παραμύθια, είναι τα ταξίδια.
Τις φορές που χρειάζεται να ληστέψω τον μικρό μου κουμπαρά, τα ονομάζω «ταξίδια αναψυχής», τις φορές όμως που πληρώνει κάποιος άλλος, τότε είναι ένα από τα γνωστά και υπερατλαντικά «επαγγελματικά ταξίδια».
Έτσι και προσφάτως, συντροφιά με την ομολογουμένως υπέροχη φίλη, συνεργάτιδα και εργοδότρια μου, βρεθήκαμε επιβάτες σε ένα τεράστιο αεροπλάνο, κάπου πάνω από τον Ατλαντικό, σε ένα ακόμα ταξίδι στη Νέα Υόρκη.
Και ενώ όλα κάθε φορά ξεκινούν χαρμόσυνα, με πολύ κέφι και γέλια με το οποιοδήποτε αστείο μπορεί να έρθει στο μυαλό μας, όταν στη μικρή μπροστινή οθόνη βλέπουμε τη θέση του αεροπλάνου να είναι χιλιάδες πόδια πάνω από τον Ωκεανό, τότε ακριβώς είναι που ξεκινά και το μικρό μου μαρτύριο. Στο κάθε κενό αέρος και στον κάθε περίεργο θόρυβο που μπορεί να φτάσει στα αυτιά μου, φυτρώνει όλο και πιο βαθιά στο μυαλό μου η σκέψη, ότι αυτό το ταξίδι, μπορεί να είναι και το τελευταίο μου.
Η αίσθηση του φόβου και η έλλειψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι και άλλα τόσα μακριά από τον προορισμό, είναι κάτι που πραγματικά πιο τρομακτικό δεν έχω ξανανιώσει. Είναι οι στιγμές που νιώθω τόσο μικρός, τόσο ανήμπορος, αναλώσιμος, ένα ασήμαντο δευτερόλεπτο μέσα στους αιώνες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Είναι οι στιγμές που πιάνω τον εαυτό μου να προσεύχεται, να κλείνει τα μάτια και να υπόσχεται στον εαυτό του και στο Θεό, ότι αμέσως μετά την προσγείωση θα γίνω ο καλύτερος άνθρωπος που μπορώ.
Είναι οι στιγμές που σκέφτομαι τους γονείς μου. Αναρωτιέμαι αν είχα ποτέ το κουράγιο να τους πω πόσο πολύ τους αγαπώ και τους θαυμάζω.
Αναρωτιέμαι αν έχω δώσει στους φίλους μου να καταλάβουν πόσο σημαντικοί είναι για εμένα, αν μπόρεσα έστω και λίγο να φανώ αντάξιος της φιλίας τους.
Αναρωτιέμαι αν βρήκα το κουράγιο να ζητήσω συγνώμη σε όσους ξέρω με σιγουριά ότι μπορεί να στεναχώρησα και ας με είχαν πληγώσει με τη σειρά τους. Τι σημασία θα είχε άλλωστε, όταν πεθαίνεις, σκέφτεσαι μόνο τις δικές σου αμαρτίες…
Σαν μέσα σε λήθαργο, δύο ώρες πριν προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο του JFK της Νέας Υόρκης, με τις ζώνες σφικτά δεμένες και το αεροπλάνο σε κενά αέρος για περίπου 12 λεπτά της ώρας, νιώθω πως είδα όλη τη ζωή μου να περνάει σε γρήγορη κίνηση μπροστά από τη μικρή οθόνη του μπροστινού μου καθίσματος. Μέσα στην όλη παραζάλη βρήκα επίσης το χρόνο να σκεφτώ κάτι που εκείνη τη στιγμή μου έμοιαζε αρκετά παρήγορο. Πως η πλειοψηφία των ποιητών που έχουμε διαβάσει, έγιναν γνωστοί τόσο οι ίδιοι όσο και το έργο τους, μετά το θάνατο τους.
Αυτή η σκέψη έφερε αμέσως μερικά επιπλέον άγχη στο έτσι αλλιώς ζαλισμένο μυαλό μου.
Πως θα ενημέρωνα τους αναγνώστες μου για το θάνατο μου; Κανένας φίλος δεν είχε τους κωδικούς να μπει στη σελίδα μου στο facebook και να γράψει δύο λέξεις για εμένα.
Ποιος θα έπαιρνε τα δικαιώματα από τα βιβλία μου; Ελπίζω κάποιος φίλος να θυμόταν την αδυναμία μου στα παιδιά και να τα έδινε και αυτά μαζί με τα υπάρχοντα μου σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα.
Ποιος θα με αντικαθιστούσε στη δουλειά; Τόσα χρόνια αφοσίωσης και προσπάθειας ήταν τόσο άδικο να καταλήξουν στον πάτο μιας κρύας, σκοτεινής και αφιλόξενης θάλασσας.
Μα πάνω από όλα, ποιον θα είχαν για συντροφιά οι υπέροχοι και αγαπημένοι γονείς μου; Μερικά ρούχα, άψυχες φωτογραφίες, δύο βιβλία και πολλές, πολλές ανέκδοτες σημειώσεις από τότε που ήμουν παιδί μέχρι και τώρα που ακόμα κρατάω σφικτά το μαύρο αγαπημένο μου σημειωματάριο…
Τις υπόλοιπες σκέψεις, φοβάμαι πως δεν τις θυμάμαι.
Το αεροπλάνο σταμάτησε τις αναταράξεις, ο ύπνος κατάφερε τελικά να με συναντήσει κάπου εκεί στα ψηλά και η Νέα Υόρκη μοιάζει ήδη σαν μια μακρινή ανάμνηση.
Αυτό που θέλω και προσπαθώ να μην ξεχάσω, είναι όλες αυτές οι ζαλισμένες μου σκέψεις την ώρα που ο διογκωμένος μου φόβος ζωγράφιζε πτώσεις και υγρά μνήματα.
Αυτό που θέλω να κρατήσω, είναι η επιθυμία μου να γίνομαι κάθε φορά το καλύτερο που μπορώ, χωρίς την απειλή μιας πτώσης, χωρίς την απειλή του φόβου, χωρίς την απειλή ενός ξαφνικού τέλους που θα άφηνε ανείπωτες συγνώμες, αμοίραστα «σ’ αγαπώ» και ανέκφραστη ευγνωμοσύνη…
Ονομάζομαι Χρήστος Δασκαλάκης, δεν είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, μερικές φορές φοβάμαι τα αεροπλάνα, αγαπώ τα ταξίδια, αγαπώ τα παραμύθια, αγαπώ τις λέξεις, μα πάνω από όλα αγαπώ τη ζωή.
Και όλα αυτά, παρακαλώ, ας μείνουν μεταξύ μας…
Χ.Δ.