Υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός έλεγχος. Στη Φυσική ορίζεται ως “εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο”. Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση.
Υπάρχουν ερωτευμένοι που δεν γνώρισαν ποτέ τον ίλιγγο και τις σκοτοδίνες. Είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πάνω στους έρωτές τους, σύμφωνα με το φυσικό νόμο της Πλάγιας Κρούσης. Αυτοί που, αν ποτέ επιχειρούσαν την Κάθετη Πτώση, θα χάνονταν στο βυθό. Ή θα ντρέπονταν που τους πήραν είδηση και μετά την αποκάλυψη θα έφευγαν. Γιατί οι άρρωστοι ερωτευμένοι, οι εκ γενετής απαρηγόρητοι, πιστεύουν πως όποιος αγαπάει ξέρει και να κρύβεται από τον παραλήπτη της αγάπης του.
Χιλιάδες εφευρήματα προκειμένου να κρυφτείς. Όπως το να ισχυρίζεσαι πως ονομάζοντας τον έρωτά σου, τον σχηματοποιείς, τον μεταμορφώνεις σε κάτι προβλέψιμο και αντιποιητικό… Πως κανείς δεν πρέπει να μάθει πόσο τον αγαπάς, γιατί μπορεί να σε τσακίσει ή να σε υποπτευτεί ή και να σου καταλογίσει πως θες να μετατρέψεις την ασάφεια σε δήλωση.
Έβρισκες οπλοστάσια, κουκλίτσα μου. “Οι έρωτές μας” έλεγες στα ψέματα, πίστεψέ με, “δεν πρέπει να πάσχουν υπό υπερβολική σιγουριά, αλλά από ευθραυστότητα”… Ισχυριζόσουν ακόμα πως τους έρωτές μας πρέπει να τους ζούμε στο σκοτάδι (αλλά τότε, πως θα μπορούσες να τον επιδεικνύεις και να επαίρεσαι;)
Όλα σου τα χρόνια, πλάγιες κρούσεις ανθρώπου που ντρέπεται τον έρωτα. Που τον φοβάσαι όσο η Κυβερνητική, γι’ αυτό και δίνει τον ορισμό: “Έρωτας: καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο”.
…Όλο λόγια και πόσο με βλάπτεις, έρωτά μου, αφού από όταν σε ερωτεύτηκα, πηγαινοέρχομαι από την αναμονή στην απώλεια της δύναμής μου…
…Εξακολουθείς να τρέμεις μια ερωτική ομολογία – Κάθετη Πτώση. Φοβάσαι τον ίλιγγο. Μα τώρα, πιο πολύ από όλα φοβάσαι ένα αίσθημα αφημένο στη σιωπή…
…Αν δεν αντέχεις να το πεις και να μείνεις, σκέφτομαι τελευταία, μπορείς τουλάχιστον να το πεις και -όχι να φύγεις- να χαθείς… Ο άλλος πάντα ξέρει δραματουργικά από παρόμοιους ήρωες, θα καταλάβει. Πως αυτό που ζητάς, όταν χάνεσαι -και όχι όταν φεύγεις- είναι πάντα η εγκατάσταση…
…Δεν τα βγάζεις πέρα, κουκλίτσα μου. Παράτα τα. Αφού η Λογική τα ερωτικά και ντροπιασμένα δεν τα καταδέχεται. Δύο ειδών ζωές μπορείς να ζήσεις, και η μία, αυτή με τις αγάπες τις μετωπικές, είναι πιο κρύα κι από το θάνατο. Πάνω από το νεκροκρέβατό σου θα ολολύζουν συντετριμμένοι φίλοι και θα ρωτάει ο ένας τον άλλο: “Μα πως το έπαθε; Από τι ερωτεύτηκε; Πέρυσι ακόμα ήταν καλά»…