Κάθε μέρα της είναι σχεδόν ίδια, εκτός από την Κυριακή. Όλες τις μέρες πηγαίνει στη δουλειά, μεγαλώνει τα παιδιά, γελάει, τρώει, παίζει και το βράδια κοιμάται πολύ γρήγορα και ήσυχα.
Τις Κυριακές όμως είναι αλλιώς. Ξυπνάει αυτόματα, στις έξι το πρωί. Βεβαιώνεται πρώτα πως όλοι κοιμούνται. Προσπαθεί να κλείσει τα μάτια, να το ξεχάσει και να κοιμηθεί. Μάταια αντιστέκεται. Πηγαίνει στην κουζίνα, φτιάχνει καφέ. Η εικόνα από τις σταγόνες της βροχής που χτυπούν το παράθυρο είναι η πρώτη που φτάνει στη μνήμη της. Ήταν μια βροχερή Κυριακή κι η μέρα δεν είχε ξημερώσει ακόμα.
Εκείνος άνοιξε την πόρτα παραζαλισμένος όπως πάντα. Οι αναθυμιάσεις από το αλκοόλ πλημμύρισαν το δωμάτιο. Δεν κουνήθηκε από τη σκοτεινή γωνία του καναπέ όπου καθόταν. Τον περίμενε, πάντα τον περίμενε, ελπίζοντας πως κάτι θα αλλάξει αυτό το βράδυ. Ίσως απόψε να γύριζε νωρίς, ίσως να μην ήταν μεθυσμένος, μπορεί να έβλεπαν μαζί μια ταινία, ίσως να τον ξανάβρισκε όπως τον είχε γνωρίσει, ποιος ξέρει ίσως να γίνονται και θαύματα. Ίσως αν σταματούσε να αντιδρά.
Ήπιε μια γουλιά από το ζεστό καφέ κι έριξε το βλέμμα έξω στη μέρα που ξημέρωνε. Πόσες Κυριακές να είχαν περάσει από τότε; Πενήντα δυο εβδομάδες το χρόνο, πενήντα δυο Κυριακές, επί πέντε χρόνια, μας κάνει διακόσιες πενήντα Κυριακές περίπου. Ήσυχες. Καθαρές. Χωρίς ενοχή. Χωρίς δάκρυα. Διακόσιες πενήντα ολάκερες Κυριακές. Και βάλε.
Η βροχή έξω είχε αρχίσει να δυναμώνει εδώ και πέντε λεπτά. Δεν τον άκουσε με την πρώτη. Δεν άκουσε τι της ζήτησε. Δεν πρόλαβε να καταλάβει πως έγιναν όλα. Η φασαρία από τις βροντές ήταν αφύσικα δυνατή. Θυμάται τις φωνές της κι ύστερα σιωπή. Η ακοή από το ένα αυτί σταμάτησε για πάντα. Έφτασε μόνο μια μπουνιά. Η μύτη της έτρεχε τώρα αίμα ζεστό. Σταγόνες έπεφταν στο πάτωμα, το χαλί είχε λερωθεί, το πρωί εκείνος θα τα είχε ξεχάσει όλα. Ο λεκές στο χαλί θα τους το θύμιζε . Θα έκλαιγε, θα ζητούσε συγνώμη. Θα εκλιπαρούσε. Θα τον συγχωρούσε. Θα θύμωνε, θα τον μισούσε, θα έμενε πάλι στα ίδια, για τα παιδιά.
Ωραία δικαιολογία είχε βρει. Τα παιδιά. Η δικαιολογία της τελείωσε, όταν δυο μέρες αργότερα επέστρεψε στο σπίτι από το νοσοκομείο. Και την επόμενη Κυριακή όλα είχαν τελειώσει. Έφτασε μόνο ένα τους βλέμμα. Θα μπορούσε να ζήσει κι άλλους δυο αιώνες μέσα σ` αυτή τη φυλακή. Αν ήταν μόνη μπορεί και να ήταν ακόμα εκεί. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να αντέξει το παρακλητικό τους βλέμμα, ούτε για μια φορά ακόμα. Σαν να της ζητούσαν συγνώμη, σαν να έφταιγαν αυτά.
Κι έφυγαν κρυφά μια Κυριακή πρωί. Σαν σήμερα, μια Κυριακή πριν από διακόσιες πενήντα και βάλε, ήρεμες, αξιοπρεπείς Κυριακές.