Φεύγουν στον αέρα χάνονται, πέφτουν στη γη αλλού να φυτρώσουν; Nα βρουν άλλες αγκαλιές να ξαναγεννηθούν μέσα τους; Μήπως ξεχνιούνται σαν παλιά αγαπημένα παραμύθια που τα θυμόμαστε σπάνια λίγο πριν κοιμηθούμε; Σβήνουν σαν τη φλόγα του κεριού που ξαφνικά κάποιος φυσάει με βία;
Που πάνε τα φιλιά όταν χωρίζουν οι ψυχές; Τα λησμονούμε επειδή έτσι πρέπει, τα κλειδώνουμε στο συρτάρι με τις παλιές αγάπες, τα μισοσκισμένα γράμματα, κάποια ενθύμια και εισιτήρια από συναυλίες; Σταματάμε να τα νιώθουμε, σταματάμε όμως και να τα λαχταράμε; Τα βλέπουμε σε φωτογραφίες, σε βίντεο και τα περνάμε απαρατήρητα σαν ένα απλό γεγονός, δυο ζευγάρια χείλη που ενώνονται;
Εγώ ξέρω που πάνε τα φιλιά όταν χωρίζουμε. Όταν μια μέρα ξαφνικά δεν θα υπάρχουμε πια μαζί, δεν θα έχουμε να περιμένουμε τίποτα ο ένας από τον άλλον, όταν ξημερώσει αυτό το πρωινό που δεν θα έρθει κανένα μήνυμα, δεν θα χτυπήσει κανένα τηλέφωνο, όλα τα φιλιά του παρελθόντος φωλιάζουν σε μια ακρούλα της καρδιάς μας. Τα φυλάμε εκεί καλά σφραγισμένα, να μην τα σκεφτόμαστε να μην τα νοσταλγούμε. Λες και θα πάψουν να υπάρχουν σαν ανάμνηση. Σαν την πιο γλυκιά ανάμνηση μιας ιστορίας που δεν ζει πια. Γελιόμαστε. Γιατί παντού γύρω μας όταν βλέπουμε φιλιά, στο σινεμά, στο δρόμο, στο μετρό, θα ανατρέχουμε σ’ αυτό το σεντούκι της καρδιάς μας. Θα το ανοίγουμε, θα γέρνουμε τα βλέφαρα και η αίσθηση των κρυμμένων φιλιών θα μας πλημυρίζει και πάλι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Τα φιλιά θα μας στοιχειώνουν πάντα σαν τον πιο γλυκό εφιάλτη αυτόν που θα θέλαμε να βλέπουμε κάθε νύχτα της ζωής μας.
Το πρώτο φιλί… ας πει κάποιος πως δεν το θυμάται. Το δικό μου, Πέμπτη δημοτικού με τον Θάνο. Με τον Θάνο «τα είχαμε φτιάξει» έτσι για τα λόγια, για να λέμε πως «τα έχουμε» με κάποιον. Ένα απόγευμα στο σχόλασμα με φώναξε στις βρύσες του προαυλίου και μου είπε: «Σε φώναξα εδώ για να στα ζητήσω». Η απάντηση μου: «Ποια;».
Εκείνη η μέρα του φιλιού έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μου. Παίζαμε τα μήλα σ’ ένα αδιέξοδο δρόμο της Καισαριανής. Αφού είχαμε λυσσάξει στο παιχνίδι θέλαμε να πιούμε νερό. Μπήκαμε λοιπόν στο ασανσέρ της πολυκατοικίας του και όλα έγιναν αστραπιαία. Να φιληθούμε. Mε γλώσσα. Πριν προλάβω να το καλοσκεφτώ με κόλλησε στον καθρέπτη. Εγώ κρατούσα τα χείλη μου πεισματικά κλειστά κι εκείνος με την περιέργεια και τη λαχτάρα ενός μικρού παιδιού έγλειφε σαγόνι, στόμα, μύτη, μάγουλα. Το ασανσέρ έφτασε στον πέμπτο κι εγώ έτρεξα γρήγορα να πάω στο μπάνιο να ξεπλυθώ. Ένα αίσθημα αηδίας με είχε πλημμυρίσει, το χειρότερο όμως ήταν η απογοήτευση για το πόσο χάλια ήταν τελικά αυτό το «φιλί». Αυτό που τόσο φανταζόμουν σαν το πιο φαντασμαγορικό πυροτέχνημα. Την άλλη μέρα τα χαλάσαμε. Από τότε πίστευα και πάντα θα πιστεύω πως ένα όμορφο φιλί μπορεί να σ’ αναστήσει ενώ ένα άσχημο να καταστρέψει κάτι που ήδη χαροπαλεύει να τη γλυτώσει.
Τυχαίνουν φορές, χρονικά διαστήματα, που ξεχνάμε τη μαγεία του φιλιού. Πεταχτά αγγίγματα στο μάγουλο ή στα χείλη, φιλιά ρουτίνας για καλημέρα ή καληνύχτα χωρίς πάθος, χωρίς ένταση. Κι αυτά είναι τα πιο ανούσια διαλλείματα της ζωή μας.
Φίλησα ένα χαρτομάντιλο με κόκκινο κραγιόν και το καρφίτσωσα στο γραφείο μου. Για να θυμάμαι να φιλάω με όλη την ψυχή μου. Να φιλάω και σχεδόν να ακούω το κρακ που κάνει η καρδιά, να δέχομαι φιλιά δανεικά με την υπόσχεση πως θα τα επιστρέψω. Φιλί φιλί να γεμίζω το σεντούκι της καρδιάς μου για να μην μου λείψεις τόσο όταν δεν θα είσαι εκεί να μου το ανταποδώσεις… τις νύχτες που θα ξαπλώνω στο κρεβάτι μου θα ανατρέχω σ’ αυτό το απόθεμα για να σε μυρίζω, να γεύομαι το χαμόγελό σου στο στόμα μου ξανά και ξανά και ξανά…
Το πιο όμορφο φιλί είναι αυτό που δεν μου χεις δώσει ακόμα…