Πριν από ένα χρόνο και βάλε είχαμε δει στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο την ταινία “Το δέντρο και η κούνια” της Μαρίας Ντούζα, το οποίο είχε μόλις κερδίσει το 1ο βραβείο στο 10ο Φεστιβάλ Χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Τορόντο του Καναδά.
Το φοβερό με αυτή την έξοδο, εκτός από ότι ήταν ο πιο ακριβός κινηματογράφος της ζωής μας (αφού είχαμε πληρώσει “sitter” 80 δολλάρια στο σύνολο για να μείνει με το μικρό θησαυρό), ήταν ότι μαζί μας ήταν και ο παλιός μου φίλος Γιάννης. Τον Γιάννη τον έχασα από την γωνία Σπάρτης και Σταυροπούλου και την φοιτητική Αθήνα του ’93 για να τον βρω, με μαθηματική ακρίβεια, είκοσι χρόνια μετά στην Καλιφόρνια. Στο τέλος λοιπόν της προβολής προσπαθήσαμε να θίξουμε το κεντρικό ερώτημα της ταινίας: “Πού είναι τελικά του καθενός το σπίτι;” Είναι εκεί που μεγάλωσε, εκεί που έκανε οικογένεια ή εκεί που έζησε το συγκλονιστικότερο ή μεγαλύτερο μέρος της ζωής του;
Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι ενώ και οι τρεις μας αποπειραθήκαμε να δώσουμε μια διαφορετική προσέγγιση στο ερώτημα τελικά και οι τρεις συμφωνήσαμε σε ένα πράγμα: ότι δεν ήμασταν σίγουροι για την απάντησή μας.
Φέτος λοιπόν που το καλοκαίρι πέρασε σαν σε όνειρο γλυκάνισου στην Ελλάδα, με την τηλεόραση να εναλλάσσεται με την ακύμαντη θάλασσα μπροστά στα πόδια μου και κουδουνιστές συζητήσεις με φίλους, οι οποίες ακόμα ηχούν στα αυτιά μου, αισθάνθηκα την ανάγκη να προσπαθήσω ξανά να δώσω απάντηση στο ερώτημα αυτό. Και όχι βέβαια να απαντήσω γενικά, και πιθανά ίσως και για κάποιους άλλους, αλλά συγκεκριμενοποιώντας το και απαντώντας αποκλειστικά για μένα, με ειλικρίνεια και διαύγεια σκέψης, περισσότερο δε επειδή φεύγοντας από την Αθήνα αισθάνθηκα ένα τσίμπημα στην καρδιά που δεν το είχα νιώσει ούτε την πρώτη φορά, τότε που έμπαινα στο αεροπλάνο για την παρθενική μου υπερατλαντική πτήση.
Ο σωστός νομίζω τρόπος για να φτάσεις στην παραπάνω απάντηση είναι να προσδιορίσεις σωστά τον ρόλο που εσύ παίζεις στην ιστορία αυτή: Ποιος είσαι με λίγα λόγια στο εξωτερικό ή εκεί που βρέθηκες να ζεις; Είσαι ο Έλληνας ή ο Αθηναίος που ζει σε μια άλλη χώρα ή πόλη προσπαθώνας να συνεχίσει τον ίδιο ρυθμό ζωής που είχε πάντα; Είσαι αυτός που σκέφτεται ότι έχει αρκετούς φίλους για να αφήσει ανοιχτές πόρτες στο να γνωρίσει άλλους, πιθανά καινούριους; Είσαι αυτός που βαρέθηκε ή κορέστηκε από ό,τι είχε νωρίτερα και θέλει να τα αποποιηθεί όλα και να γίνει κάποιος άλλος; Είσαι αυτός που έχει την εντύπωση/πεποίθηση/ψευδαίσθηση ότι ζει την παρένθεσή του και ότι θα επιστρέψει εκεί που ήταν πριν, ενώ όλα γύρω του θα γυρνάνε ανέγγιχτα από τον χρόνο και τη λήθη;
Εγώ λοιπόν απάντησα ότι, από ρομαντισμό μάλλον περισσότερο και λιγότερο από περιέργεια, διάλεξα να μην αρνηθώ να επιλέξω το να ζήσω σε άλλη χώρα. Για κάποιο λόγο θεωρώ ότι, παρόλο που έχω υπάρξει εξαιρετικά καλομαθημένη και ψυχαναγκαστική (το δεύτερο αξεπέραστο…), μπορώ να βρεθώ και να συνυπάρξω, σχεδόν αρμονικά, σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Ο εαυτός μου, ακόμα και με το εμπόδιο της ξένης γλώσσας, εκφράζεται (ίσως όχι απόλυτα σωστά κάποιες φορές) αλλά με περισσή ειλικρίνεια και πραγματική διάθεση επικοινωνίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ότι γίνομαι ξανά το μικρό κοριτσάκι με την ποδιά που περιμένει καρτερικά στο διάλειμμα για να βρει καινούριες φίλες. Δεν με νοιάζει το τι ακριβώς θα φάω (αρκεί να είμαι σίγουρη για το ότι θα ευχαριστηθώ αυτό που θα πιω) και βρίσκω διαισθητικά το τι μου αρέσει να ακούσω, να δω ή να διαβάσω. Μπορείς κάλλιστα να το πεις και ένστικτο αυτοσυντήρησης …
Μου αρέσει να αφομοιώνω καινούριες μυρωδιές, να βλέπω νέες διακυμάνσεις στις σκιές του φωτός και να ζω ξανά από την αρχή την ενήλικη ζωή μου χωρίς τα στερεότυπα που είχα ενστερνιστεί χωρίς να το καταλάβω. Υπάρχουν στιγμές που ομολογώ με ενοχλεί το ότι δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τους περισσότερους με τα μάτια αλλά μετά μου λένε ένα “ευχαριστώ” στο δρόμο και η φάση ισοφαρίζει. Αν θα έπρεπε με συντομία να περιγράψω ποιά είμαι στο εξωτερικό θα απαντούσα ότι είμαι η νεαρότερη δυνητικά Νάσια με την ελάχιστα απαραίτητη επίγνωση του εαυτού της.
Και θεωρώ ότι το παραπάνω είναι αυτό που πρέπει να κρατήσω για να απαντήσω στο αρχικό μου ερώτημα. Για μένα λοιπόν το “σπίτι” είναι ο νεαρός εαυτός μου, αυτός που κοιτάει με έκθαμβα μάτια τα όσα καινούρια συμβαίνουν γύρω του, αυτός που ξυπνάει ελαφρώς νυσταγμένος και αρκετές φορές με πονεμένη μέση αλλά σκάει αγουροξυπνισμένα χαμόγελα καλημερίσματος στον καθρέφτη τού μπάνιου. Το “σπίτι” είναι η παιδική χαρά μου με την οποία δοκιμάζω χρωματιστές καραμέλες, κοιτάζω διαδρομές στον χάρτη και παίρνω το γιο μου απ’ το χέρι για να διασχίσουμε το δρόμο (όταν είναι στις καλές του και μου το επιτρέπει…)
Το “σπίτι” δεν είναι τελικά τόπος – όσο κι αν οι οικείες εικόνες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και ανακαλούν ένα κάρο αναμνήσεις- αλλά ψυχική κατάσταση. Είναι το να αισθάνεσαι ο εαυτός σου όπου κι αν βρίσκεσαι, το να είσαι ανοικτός και δεκτικός σε καινούριες συνήθειες και συμπεριφορές (που δεν χρειάζεται να ενστερνιστείς, αρκεί να μην τις απορρίψεις και να προσπαθήσεις να τις καταλάβεις).
Σπίτι’ δεν είναι ούτε οι αγαπημένοι που έχεις αφήσει πίσω και τους σκέφτεσαι καθημερινά. Αυτοί περιδιαβαίνουν μαζί σου και ανάλαφρα περπατάνε πλάι σου στις καινούριες σου σελίδες. “Σπίτι” δεν είναι τα παρκέ που σου ανήκουν αλλά οι δανεικές, σεμνές γωνιές τις οποίες ο ήλιος ή το φως του δρόμου λούζει απρόσμενα από το μισάνοιχτο παράθυρο….