Πάνε πολλά χρόνια από τη πρώτη φορά που πήγα σε μια κηδεία και κάθε φορά που επαναλαμβάνω τη διαδρομή, τα αισθήματα μου προς το άγνωστο είναι διαφορετικά.
Όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε άτρωτοι και περνάμε ατελείωτες ώρες μπροστά στο καθρέφτη το μυαλού μας μασκαρεύοντας το μέλλον μας.
Ζητάμε αρχικά μερικά κιλά ως δια μαγείας να μετακομίσουν από το κέντρο βάρους του σώματός μας και να διογκώσουν, εάν είναι δυνατό, τα πολυκέφαλα χέρια μας.
Να έχουμε την ικανότητα να ομιλούμε, ταυτόχρονα και παράλληλα, πολλές και εξωτικές ντοπιολαλιές, τα κάδρα με τους παπύρους να κρέμονται σαν τσαμπιά από μπανάνες στο τοίχο του σαλονιού μας και πόσα ακόμα που δεν λέμε ούτε καν στον εαυτό μας.
«Θέλω, θα ήθελα, αν γινόταν» και ένα από τα αγαπημένα μου «σε παρακαλώ Θεέ μου.. είναι η τελευταία φορά» τα πιπιλάμε σαν καραμέλα καθημερινά και δύο φορές το σαββατοκύριακο που έχουμε χρόνο για απόκρυφες σκέψεις και όνειρα βαθιά.
Μόνο όταν βρεθείς σε ένα, από τα μετρημένα στα δάκτυλα των χεριών, μυστήρια της εκκλησίας καταλαβαίνεις αυτό που με άνεση βλέπεις να λένε στο σινεμά «τίποτα δεν είμαστε».
Μέρες γιορτινές νιώθεις περισσότερο να σε αγγίζει σαν μανδύας μια σοβαροφάνεια και όχι μια σοβαρή προσεγγίση του «χους ει και εις χουν απελεύσει» καθώς όλοι τρέχουμε να γιορτάσουμε το ότι είμαστε καλά, ίσως και χάριν σε κάποιους άλλους, αλλά στη πραγματικότητα απλά επιβεβαιώνουμε, ότι δεν ξέρουμε τι είμαστε, παρά μόνο τι θέλουμε.
Σε μια κηδεία καταλαβαίνεις πολλά από το τρόπο που οι άνθρωποι κοιτάζουν εσένα, τους γύρω τους, τα Θεία, τον άνθρωπο που πλάνταξε στο κλάμα και εκείνον που σπαράζει βουβά με το βλέμμα καρφωμένο στο παρελθόν.
Εβδομάδα 28ης Οκτωβρίου, αξίζει κανείς να κοιτάει λίγο προς τα πίσω, όχι γιατί πρέπει, απλά ίσως να χρειάζεται να πάρεις φόρα για το «άλμα λίμπρε».
Παρακολουθώντας λοιπόν, την επίκαιρη κουβέντα του Φρέντυ Γερμανόυ, του Μανώλη Γλέζου και του Λάκη Σάντα στη πάλαι ποτέ ΕΡΤ θυμήθηκα, έστω πρόσκαιρα, ότι πρέπει να αξιολογώ τις αξίες της ζωής κοιτάζοντας πίσω από τον καθρέφτη.
Βεβαίως, είναι περίεργο να πιστεύει κανείς ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει εύκολα συνήθειες. Άλλωστε η λαϊκή παροιμία «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι»,αφενός ταιριάζει γάντι σε αυτό το κείμενο, αφετέρου αποτελεί μια νομοτελειακή πραγματικότητα, που επαφίεται σε εμάς να την αλλάξουμε.
Οι ζωές μας πρέπει να γίνουν απλές και όχι αρεστές στο κοινό, διότι, ούτως ή άλλως, δεν θα ακούσεις ποτέ το τελευταίο χειροκρότημα. Μιλώντας όμως για τη μικρή οθόνη πάντοτε θυμάμαι κάτι από τη μεγάλη.
Η κινηματογραφική πρόταση της εβδομάδας, δεν μπορούσα να κρατηθώ σινεφίλ, γαρ, είναι μια ταινία που πραγματεύεται τον άνθρωπο, τη ζωή, τη βλακεία, τα θέλω, τα μπορώ και το θάνατο με άνεση, χιούμορ, λακωνικότητα και περίσσια ειλικρίνεια απαντώντας ευλαβικά στο αξέχαστο «ωρέ που πάμε ρε;»
Δείτε, βρείτε χρόνο, τη ταινία ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΚΕΙ ΚΥΡΙΕ ΤΣΑΝΣ (Being There, 1979) η οποία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Γιέρζι Κοσίνσκι, με τον Πιτερ Σέλλερς σε οσκαρική ερμηνεία.
Το έχασε γιατί δυστυχώς έπεσε εναντίον του Ντάστιν Χόφμαν στο Κράμερ εναντίον Κράμερ εκείνη τη χρονιά, αλλά πήρε τη Χρυσή Σφαίρα – λίγο πριν πεθάνει – παρέα με τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν και πολλούς άλλους εξαίρετους ηθοποιούς.
Όταν βρεθείς στη τελευταία διαδρομή κάποιου έχεις το χρόνο να σκεφτείς, να συνυπολογίσεις τα θετικά και τα αρνητικά, να τα βάλεις στη σειρά αλλά και να δώσεις μια με το χέρι σου, ώστε να σκορπίσουν όλα. Να χαθούν μέσα στο χώμα, να μπλεχτούν με τα φύλλα και να αναγκαστείς να φτάσεις στη κάθαρση, το κλάμα, για να αρχίσεις να ζεις πάλι από την αρχή.
Στα μεγάλα ραντεβού, τις επετείους και τις αργίες μου φαινόταν πάντα ευκολότερο να πιάνεις το γρασίδι σαν να ήταν η πρώτη φορά…