“Ο ΗΛΙΟΣ, χαμηλώνοντας, ρόδιζε τις χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου, χρύσιζε τους νερόλακκους που είχε αφήσει εδώ κι εκεί η χθεσινή βροχή στο λασπωμένο κάμπο, που απλώνονταν ως πέρα, σταχτής, άχαρος, έρημος.
Πηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, σηκώνοντας κάθε φορά από ένα σβώλο λάσπη στο κάθε του τσαρούχι, γοργά προχωρούσε ένα νέο αγόρι, μόνο ζωντανό πλάσμα στην πλατιά αυτή ερημιά, άφοβα, αμέριμνα, περιφρονώντας τον κάματο του δρόμου, μέσα στο μαλακό λασπιασμένο χώμα.
Κάπου κάπου σήκωνε το κεφάλι, και κάτω από το γουνίσιο του καλπάκι έριχνε μια διαπεραστική ματιά ολόγυρα. Και πάλι χαμήλωνε το μέτωπο, ξανάπιανε το γλοιώδη του δρόμο. Μα έξαφνα στάθηκε.
Λίγο παραπέρα, πλάγι σ’ ένα τσουρουφλισμένο από τον άνεμο θάμνο, ένα κεφάλι παιδιού ξεκόβουνταν στη σταχτεράδα του κάμπου. Ήταν ξεσκούφωτο, ισχνό, και τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μάτια ξεχώριζαν κατάμαυρα στο χλωμό του πρόσωπο.
– Γιωβάν!… Το ήξερα πως θα σε βρω κάπου εδώ! είπε βουλγάρικα ο μεγάλος· μα τι περιμένεις;
Ο μικρός δεν αποκρίθηκε. Σιωπηλά, με κάτι σα σεβασμό σε όλο του το μουτράκι, κοίταζε το μεγαλύτερο του.
– Γιατί δεν απαντάς; ρώτησε πάλι ο μεγάλος. Τι κάνεις εδώ; Έχεις δουλειά;
Ο μικρός αργοκούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ήταν ως επτά οκτώ χρόνων, αδύνατο κακοθρεμμένο παιδί, φτωχοντυμένο και ξιπόλητο. Τα μαλλιά του αχτένιστα και πυκνά, έπεφταν στο μέτωπο του, σκίαζαν ακόμα περισσότερο τα σκιερά του μάτια.
– Δεν έχεις δουλειά; Άκου δω, εγώ έχω να σου δώσω μια δουλειά. Θα μου την κάνεις;
Ο Γιωβάν πάλι δεν αποκρίθηκε.
Ο άλλος άνοιξε το ρούχο του και τράβηξε από τον κόρφο του μια μακρόστενη σακούλα.
– Κοίτα δω!… Θες ψωμί; Θες τυρί; Έλα! Θα φας καλά!… είπε γελαστά.
Τα πεινασμένα μάτια του Γιωβάν πήγαιναν από το ψωμοτύρι στο πρόσωπο του άλλου, και πάλι στο ψωμοτύρι. Μα δεν αποκρίνουνταν.
– Έλα, θα σου το δώσω όλο το τυρί μου. Έχω και τρία ζαχαράτα· τα θέλεις; έκανε δελεαστικά ο μεγάλος.
Ο Γιωβάν πέταξε μπρος, ακατάδεχτα, το κάτω του χείλι.
– Δεν το κάνω για τα ζαχαράτα σου, ούτε για το άσπρο σου τυρί! αποκρίθηκε. Το κάνω για σένα, Αποστόλη.
– Γεια σου Γιωβάν! Το ήξερα πως είσαι χρυσό παιδί, είπε γελαστά ο Αποστόλης. Μα πάρε και το ψωμί και το τυρί. Εγώ έφαγα, δεν πεινώ. Να, πάρε και τα ζαχαράτα.”
Και ένα απόσπασμα λίγο από το τέλος του βιβλίου:
“Ναι! Θα ‘ταν ανάξιο… Να πεθάνεις. Μα να πεθάνεις για κάτι που αξίζει, σαν τον Γρέγο, που σκοτώθηκε για να φύγετε σεις. Πάγω πίσω στο Βάλτο, ή στον Όλυμπο, ή στο Βέρμιο, κι εκεί θα βρω θάνατο άξιο του Γρέγου, θάνατο που θα βοηθήσει να βαστάξει το φρόνημα το ελληνικό. Και πάλι, με χρόνους, με καιρούς, θα βρεθεί εκείνος που θα ελευθερώσει το Γένος…
Ο καπετάν Τυλιγάδης είχε πλησιάσει και αυτός.
– Πάλι με χρόνους, με καιρούς… επανέλαβε συγκινημένος. Θα ξαναγυρίσω κι εγώ, σα γιάνω…
– Θα ξαναγύριζα κι εγώ μαζί σου, Βασίλη! Μα να ξεκουραστείς τουλάχιστον… άρχισε ο Μήτσος.
Μα τον διέκοψε ο Βασίλης.
– Δε θέλω ξεκούραση, ούτε θέλω πια ζωή… είπε ήσυχα. Θέλω κίνδυνο, δουλειά και αγώνα. Θέλω τον τάφο του παιδιού μου να ελευθερώσω…”