Δεν είναι η πρώτη φορά που ξυπνάω εδώ στις 5. Κλείνω εβδομάδα που προσέχω το σπίτι των γονιών μου σε αυτή την απόμερη γωνιά. Χθες κάπου χάθηκαν δυο κότες και τις έχω έγνοια. Σηκώνομαι γιατί ο αέρας ουρλιάζει και κοπανάει μια τέντα. Κατεβαίνω να την μαζέψω. Είναι ακόμα σκοτάδι έξω.
“Δεν φοβάσαι μόνος σου εκεί πέρα;” με είχε ρωτήσει το απόγευμα ένας φίλος. “Έχει και πολλούς αλλοδαπούς η περιοχή!”
Πιθανά ένας αλλοδαπός να ευθύνεται για τις κότες. Κάποιος είχε κλείσει το πορτάκι από το οποίο μπαίνουν στο κοτέτσι μόνες τους συνήθως όταν σουρουπώνει. Ο Ρομπέρτο έρχεται κάθε απόγευμα και φροντίζει τις κατσίκες. Ίσως να έκλεισε κατά λάθος τις κότες χωρίς να δει ότι δεν ήταν μέσα. Δεν είναι όσο έξυπνος και προσεκτικός ήταν ο Λορένζο, ο προηγούμενος Αλβανός που βοηθούσε τους γονείς μου. Αλλά αν δεν υπήρχαν αυτοί, ίσως να κατέληγαν μια ώρα νωρίτερα στο γηροκομείο οι γονείς μου.
Κοιτάω το θερμόμετρο. Είναι ένα ωραίο που τους έφερα από το εξωτερικό που δείχνει την θερμοκρασία μέσα και έξω από το σπίτι ταυτόχρονα. 22 έξω 27 μέσα. Ανοίγω όλα τα παράθυρα διάπλατα. “Δεν φοβάσαι;” μου έρχεται πάλι το ερώτημα του φίλου. Ε, όχι, συχνά αφήνω ξεκλείδωτη την πόρτα. Η αλήθεια είναι όμως ότι με τόσο αέρα, στο σκοτάδι το δάσος αφήνει έντονο αποτύπωμα στις αισθήσεις σου. Νιώθεις μικρός και αδύναμος έτσι όπως είσαι πραγματικά σαν homo sapiens σε έναν μεγάλο πλανήτη.
Καθώς ανοίγω το παντζούρι, χτυπάω κατά λάθος το ποδήλατό μου. Είναι σπαστό και το έχω διπλώσει εδώ στην γωνία. Μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα ενός Πακιστανού που είχα προσπεράσει πρόσφατα στον Μαραθώνα σε μια βόλτα. Εγώ με τον φίλο μου με τις ποδηλατάρες μας και αυτός με ένα διαλυμένο, μεταχειρισμένο mountain bike της σειράς. Εμείς με ειδικά ρούχα και Isostar και αυτός με την παντόφλα, παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Εμείς φορτσάτοι να κάνουμε την γυμναστική μας, αυτός ήρεμα πήγαινε στο επόμενο χωράφι για δουλειά.
Θυμήθηκα τους εργάτες στην Συρία το 2002 που μας ζητάγαν επίμονα αλλά ευγενικά να τους γράψουμε “γράμμα”. Ένα γράμμα που να λέει ότι τους ξέρουμε και ότι θα τους φιλοξενήσουμε στην Ελλάδα. Στην Χομ ένα παιδάκι μου είχε δώσει στα μουλωχτά μισή σελίδα Α4 στα Αραβικά. Μέρες αργότερα που βρήκα να το μεταφράσω κατάλαβα ότι ήταν λίστα συγγενών που είχε σκοτώσει ο Άσαντ στην πόλη του. Τους είχε θάψει λέει σε μαζικό τάφο δίπλα στο ρέμα, το είχε μπαζώσει και έβαλε ένα ξενοδοχείο από πάνω για να μην τους βρούνε ποτέ.
Και καθώς άνοιγα το παντζούρι και έβλεπα τα δέντρα να λυγίζουν από τον αέρα σκέφτηκα ότι τους φίλους μου στον Διόνυσο στην ομάδα Πολιτικής Προστασίας που είναι σε επιφυλακή λόγω συνθηκών. Ζέστη, μπόλικα ξερά χόρτα παντού και πολύ αέρας. Για οποιονδήποτε έχει ζήσει από κοντά πέντε πράγματα είναι προφανές ότι αν ήθελε κάποιος να μας κάψει, είναι το μόνο εύκολο. Σε όλη την Ελλάδα, εκτός από τα κακομαθημένα παιδιά που γυρνάνε από τα κλαμπ, οι μόνοι που είναι ξύπνιοι είναι μάλλον κάτι αλλοδαποί που ετοιμάζονται να πιάσουν δουλειά.
Οι οποίοι αν ήθελαν – γελοίε ρατσιστή – θα μας είχαν κάψει την χώρα χίλιες φορές ως τώρα άνετα.
Δεν είναι εύκολο θέμα για να λυθεί σε μια μέρα. Αλλά αυτός ο αλλοδαπός που κρατάει το σπίτι, τα ζώα, το μποστάνι ή τα παιδιά σου είναι άνθρωπος. Βγες λίγο από το διαμέρισμα και το air condition σου, μόνος σε ένα δάσος που ουρλιάζει από τον αέρα να νιώσεις την αληθινή ισορροπία των δυνάμεων. Μπορεί να μην έχει κυριλέ θερμόμετρο με δυο ενδείξεις, ωραίο ποδήλατο ή laptop να γράφει σε blog, αλλά είναι άνθρωπος κι αυτός. Οι τζάμπα μάγκες ρατσιστές μια μιλάνε για “ξένους πράκτορες” αλλά ξεχνάνε ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαποί τους οποίους φτύνουν καθημερινά έχουν το πάνω χέρι στο θέμα της φωτιάς. Ακόμα και κατά λάθος από τσιγάρο θα μπορούσαν να βάζουν φωτιές πιο συχνά. Άλλωστε είναι σε συνήθως σε δουλειές σε εξωτερικούς χώρους.
Από εμένα τουλάχιστον ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υπομονή τους.