Έκλεισε την πόρτα πίσω του και έφυγε.
Κανείς δεν ξέρει για πόσο πάλι.
“Συγγνώμη, ήταν λάθος.” λέω στον καθρέφτη μου. Κι αυτός απέκτησε φωνή.
“Τι λες ηλίθια! Πάρ’το πίσω αμέσως!”
Έκανα ενα βήμα πισω. Τρόμαξα, αλλά αυτός συνέχιζε.
“Πώς μπορείς να λές οτι ήταν λάθος κάθε βλέμμα σας που έγραφε “προσοχή εύφλεκτον” με επιγραφή νέον στα μάτια των γύρω σας;
Πώς μπορείς να λές οτι ήταν λάθος η μουσική που έπαιζε κάθε κύτταρο του κορμιού σου στα χέρια του;
Πώς μπορείς να λές οτι ήταν λάθος οι ανάσες που έπαιρνες από το άρωμα του δέρματός του τις νύχτες και μεθούσες;
Πώς μπορείς να λές οτι ήταν λάθος κάθε στιγμή που σε έκανε κομμάτια, αλλά μετά φρόντιζε τις πληγές σου;
Πώς μπορείς να λές οτι ήταν λάθος κάθε χαστούκι που ήθελες να του ρίξεις όποτε γελούσε με τα νεύρα σου;
Πώς μπορείς να λές οτι ήταν λάθος τα πρωϊνά σας ξυπνήματα τα Σάββατα με σένα να γελάς πνιχτά κάτω από τα σεντόνια με αυτόν αγουροξυπνημένο δίπλα σου;
Πώς μπορείς να λές οτι ήταν λάθος οι παρτίδες τάβλι που αυτός ήθελε να σου κλείσει το χέρι μέσα, επειδή έχανε 7-0 και μετά δε μιλιόταν ενώ εσύ χασκογελούσες;
Πώς μπορείς λες οτι ήταν λάθος κάθε διάβασμα της σκέψης σου που προλάβαινε τις ανάγκες σου;
Πώς μπορείς και ξεστομίζεις τέτοια λόγια;
Άσε μας κουκλίτσα μου που ήταν λάθος.
Πάθος ήταν. Τι νόμιζες, ένα γράμμα και ξέφυγες;”
Σκέπασα τον καθρέφτη μου, να μην βλέπω το είδωλό μου να με βρίζει.
Σκέπασα τον καθρέφτη μου, να μην ακούω την ίδια μου τη φωνή να μου λέει τις αλήθειες που φοβάμαι να πιστέψω ότιι έζησα, για να μη μου τις κλέψουν.
Η φωνή από τον καθρέφτη σταμάτησε.
Η φωνή που βγαίνει απ’ την καρδιά μου όμως, δε σταματάει.
Άνοιξα ραδιόφωνο. Η βελόνα του, βρήκε την Γλυκερία να τραγουδά “Εσένα ή Τίποτα”.
Άναψα τσιγάρο και προσπάθησα να ηρεμήσω. Αδύνατον.
Πάθος ήταν. Πάθος είναι. Πάθος άσβεστο που κάθε λεπτό σε τσαλακώνει σαν μουτζουρωμένο χαρτί και σε πετάει στο καλάθι των αχρήστων. Και μετά σε βάζει σε κορνίζα, σαν κομμάτι πολύτιμου παπύρου.