Το να περπατώ ανάμεσα σε γειτονιές που σε κάποια γωνιά φιλοξενούν μία ολόλευκη, μικρή σαν ζωγραφιά εκκλησιά, ήταν για εμένα το πιο φυσικό πράγμα μεγαλώνοντας σε ένα νησί που η ιστορία το θέλει να έχει τόσες εκκλησίες όσες και οι μέρες του χρόνου.
Το να περπατώ στις μεγάλες γειτονιές της Αθήνας προσπαθώντας να ανακαλύψω κάποια σημάδια πίστης, ήταν από την άλλη μια περίεργη εμπειρία που με την πάροδο του χρόνου έγινε μια καθημερινότητα που πια δεν μου προκαλεί εντύπωση.
Διπλάσιες σε μέγεθος από τις εκκλησίες που είχα συνηθίσει να επισκέπτομαι στο νησί μου, οι τεράστιοι ναοί της πρωτεύουσας ήταν για πολλά χρόνια ένα από τα μικρά μου καταφύγια όταν οι μέρες ήταν δύσκολες και η τύχη δεν συμμαχούσε μαζί μου.
Χανόμουν εκεί για ώρες, προσευχόμουν, αναζητούσα λίγη δύναμη, ήμουν ακόμα το παιδί της επαρχίας που κρατούσε πιστά τις συνήθειες μια οικογένειας που το μεγάλωσε δίπλα στην εκκλησία και τις ηθικές της αρχές.
Μα καθώς τα χρόνια περνούσαν, καθώς η πόλη κατάφερνε να επιβληθεί όλο και περισσότερο πάνω μου και ο ελεύθερος χρόνος γινόταν συνεχώς λιγότερος, λιγόστεψαν και οι επισκέψεις μου στους ναούς, λιγόστεψε και η πίστη μου σε ένα θαύμα.
Αμέσως μετά το πρώτο σοκ της αποκάλυψης, για μία οικονομία και μία Ελλάδα που καταρρέει, αμέσως μετά τις έντονες δόσεις ανασφάλειας, φόβου και πανικού, παρατήρησα ότι ένιωσα την ανάγκη για πιο τακτικές επισκέψεις στα μεγάλα μυστικά μου καταφύγια, και μαζί είδα και πολλούς άλλους κατοίκους αυτής την πόλης να νιώθουν την ίδια ανάγκη…
Καθόμουν στο μικρό μου στασίδι και παρατηρούσα ανθρώπους να μπαίνουν στην εκκλησία, να ανάβουν κεριά, να προσεύχονται, και στα μάτια τους διέκρινα τρόμο και ανάγκη για σωτηρία και λίγη πίστη.
Έβγαινα έξω, απομακρυνόμουν από τα σύνορα της εκκλησίας και ένιωθα να απομακρύνομαι και από το Θεό…
Σχεδόν πέντε χρόνια έχουν περάσει από τον πρώτο πανικό της απειλής για μια καταστροφή και την πιθανή επιστροφή της Ελλάδας σε μια μαύρη και χωρίς μέλλον περίοδο, και στην προσπάθεια μου για λίγο κουράγιο και στροφή στις ρίζες, επισκέφτηκα όποιον ναό τύχαινε να βρεθεί στο δρόμο μου.
Για κάποιον περίεργο λόγο όμως, παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν μέσα πιστοί, δεν υπήρχαν οι άνθρωποι εκείνοι που έψαχναν για λίγη πίστη όπως συνέβη στο ξέσπασμα της πρώτης «απειλής».
Άδειοι οι ναοί, απούσα η ελπίδα, κανένας μάρτυρας στο θαύμα.
Προσπαθώ να καταλάβω αν ο κόσμος κουράστηκε να ελπίζει, αν ο κόσμος έχασε την πίστη του, αν οι προσευχές δεν είναι αρκετές για να γεμίσουν το τραπέζι μας με φαγητό και το σπίτι μας με χαρά και λίγη ελπίδα.
Κοιτάζω από μακριά τους μεγαλοπρεπείς τρούλους από τα επίσης μεγαλοπρεπή οικοδομήματα και αναρωτιέμαι τι έχει γίνει λάθος.
Κάποτε έπαιρνα δύναμη από μια τέτοια εικόνα, κάποτε ένιωθα ασφαλής που κάτι ήταν σταθερό, σε έναν κόσμο που αλλάζει μέρα με την ημέρα, μα μοιάζει τώρα πως ούτε εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να είμαι σταθερός, και η ζωή μου είναι σαν πούπουλο που στο πρώτο φύσημα μπορεί να αλλάξει σύνορα, όνειρα και στόχους.
Στους γονείς μου δεν μπορώ να τα πω όλα αυτά, πώς να πω κάτι τέτοιο σε δύο ανθρώπους που τους ανήκει μια από τις 364 εκκλησίες του νησιού και με έχουν δει άπειρες φορές να διαβάζω ύμνους στο προσευχητάρι ως παιδί;
Μακριά από το σπίτι, μακριά από το νησί, μακριά από τις γραφικές γειτονιές με τις μικρές λευκές εκκλησίες, χάνομαι στους δρόμους της Αθήνας, χάνομαι στην κίνηση, το θόρυβο, τον κόσμο, και όταν κάποιες φορές σηκώνω τα μάτια μου ψηλά και βλέπω το «Θεό», ζητώ απλά συγχώρεση, δηλώνω το παρόν και ακόμα περιμένω ένα θαύμα…