Τον έβλεπα να κάθεται πάντα μόνος στη άκρη του μαγαζιού.
Κάθε μέρα, την ίδια ώρα στο ίδιο τραπέζι.
Η συνήθεια κι αυτός είχαν γίνει πια έννοιες αλληλένδετες.
Το βλέμμα του εστίαζε μόνο σ’ένα συγκεκριμένο σημείο.
Ένα παλιό τετράδιο με σελίδες κιτρινισμένες από το χρόνο.
«Μου αρέσουν τα παλιά τετράδια και η μυρωδιά τους. Κουβαλούν το άρωμα μιας άλλης εποχής που έχει χαθεί στο βάθος του χρόνου. Η μυρωδιά τους μου προκαλεί συνειρμικά στο μυαλό εικόνες και στιγμιότυπα που δεν έχω ζήσει ποτέ αλλά γνωρίζω ότι υπήρξαν», του είπα μια μέρα.
Γύρισε και με κοίταξε με εκείνο το γαλήνιο γαλάζιο βλέμμα των ματιών του, που είχε ξεθωριάσει αλλά μ’ένα τρόπο μαγικό διατηρούσε ακόμα την λάμψη του.
Ήταν εκείνη η λάμψη που έχουν οι άνθρωποι με τις φωτεινές ψυχές, που είναι τόσο σπάνιες και συνάμα τόσο δυσεύρετες.
«Το πιο σημαντικό με τα γεγονότα δεν είναι η στιγμή που συμβαίνουν αλλά η ανάμνηση τους. Είσαι πολύ νέα αλλά κάποτε θα καταλάβεις τι εννοώ. Κάθησε αν δεν σου είναι δυσάρεστη η παρέα μου», είπε και ακούμπησε το τετράδιο στο μέρος της καρδιάς.
Τα μάτια του έμοιαζαν με πλημμυρισμένη λίμνη.
Η συγκίνηση του ήταν εμφανής αλλά δεν έκανε τίποτα προκειμένου να την κρύψει.
«Τότε ήμουν πολύ νέος. Είκοσι χρονών παιδί, σχεδόν αμούστακο ακόμα. Εκείνη ήταν δεκαέξι. Όμορφη σαν άγγελος κι αιθέρια σαν νεράιδα. Οι γονείς της δεν με ήθελαν, καθώς ήμουν φτωχός και η οικογένεια της ήταν από τις πλουσιότερες στην πόλη. Ο πατέρας της ήρθε και με βρήκε. Μου είπε να φύγω επειδή δεν της άξιζα. Εγώ όμως επέμενα. Την αγαπούσα πολύ. Τότε ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος. Εκείνος φρόντισε να χάσει ο πατέρας μου τη δουλειά του κι εστειλε μήνυμα πως θα μπορούσε να βρει ξανά δουλειά μόνο αν εγώ συνετιζόμουν, διαφορετικά θα πεθαίναμε από την πείνα. Πέτρινα χρόνια τότε, δύσκολα. Λύγισα. Δεν μ’ένοιαζε για μένα αλλά τους δικούς μου δεν άντεχα να τους βλέπω σε αυτή την κατάσταση. Έφυγα βραδυ μετανάστης στη Γερμανία, χωρίς να την αποχαιρετήσω. Εκείνη πήγαινε κάθε μέρα κλαίγοντας στη μάνα μου και την εκλιπαρούσε να της δώσει τη διεύθυνση μου για να μου γράψει. Εκείνη τελικά υπέκυψε και της έδωσε τη διεύθυνση μου επειδή δεν άντεχε να την βλέπει να σπαράζει από το κλάμα. Ήταν μάνα βλέπεις.
Το πρώτο γράμμα ήρθε και μου έγραψε μόνο μια λέξη με πηχυαία γράμματα. «ΓΙΑΤΙ;» Δεν της απάντησα ποτέ. Τα γράμματα πλήθυναν αλλά εγώ ποτέ δεν απάντησα σε κανένα, μέχρι που μια μέρα σταμάτησαν εντελώς να έρχονται.
Δεν μπορώ να σου περιγράψω πως ένιωσα. Σαν να μου είχαν αφαιρέσει τη ζωή. Όταν η ελπίδα παύει να υπάρχει, η ζωή σταματά.
Η μητέρα μου μου είπε πως την παντρεύανε μ’ένα πλούσιο έμπορο. Δεν άντεξα. Πήρα το πρώτο πλοίο κι επέστρεψα πίσω για να ‘μαι εδώ τη μέρα του γάμου. Θα την έκλεβα από την εκκλησία και θα την έπαιρνα μαζί μου στη Γερμανία. Όμως όποιος κάνει σχέδια, ο Θεός τα βλέπει και τον κοροιδεύει.
Τη μέρα του γάμου εκείνη δεν εμφανίστηκε ποτέ στην εκκλησία. Την βρήκαν στο σπίτι με μια θηλιά περασμένη στο λαιμό.
Αυτό το τετράδιο είναι το ημερολόγιο της. Η τελευταία της επιθυμία ήταν να μου το δώσουν για να την έχω πάντα μαζί μου όπου και να βρίσκομαι.
Είναι παράξενο αλλά η ζωή μας φέρνει μπροστά σε αυτό που δεν μπορούμε ν’αντέξουμε.»
Οι ώμοι του τραντάχτηκαν και λύθηκε σε ακατάσχετους λυγμούς.
Γύρισα αλλού το κεφάλι και τον άφησα να ξεσπάσει.
Κάποιες τέτοιες στιγμές για τον κάθε άνθρωπο είναι ιερές.
Σήκωσε ξανά το βλέμμα προς το μέρος μου.
«Να θυμάσαι πάντα πως τα πιο σκληρά λόγια είναι αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Γι’αυτό πάντα ν’αφήνεις την καρδιά σου να μιλά. Μόνο αυτη ξέρει να σε οδηγήσει σωστά».
Μετά από εκείνη τη μέρα, έφυγα και δεν τον ξαναείδα ποτέ.
Πρόσφατα έμαθα πως στο συγκεκριμένο τραπέζι δεν κάθεται πια κανείς.
Ίσως τώρα να βρήκε την ευκαιρία να πει τα λόγια που δεν μπόρεσε ποτέ να πει.