Σάββατο βράδυ, αυτό της τελευταίας αποκριάς κι εγώ δεν έχω όρεξη για τίποτα. Παρόλα αυτά βρέθηκα σ’ ένα πάρτυ στα Βόρεια Προάστεια με την κολλητή μου τη Μαρίνα, που δεν έχανε ευκαιρία να πηγαίνει σε τέτοια event… ‘Αγάπη μου, ευκαρία να γνωρίσουμε κόσμο, και που ξέρεις μπορεί να σταθούμε και τυχερές’. Όλο έτσι μου έλεγε και κάθε φορά στο τέλος της βραδιάς αν οι προσδοκίες της δεν είχαν επαληθευτεί, απογοητευόταν και έπρεπε μέσα στο μεθύσι της, αφού την παρηγορήσω και να της πω όλα τα κλισέ για το μαγνήτη και τους λάθος άντρες, να την γυρίσω στο σπίτι της με ασφάλεια!
Απόψε, όμως, είχε ‘προαίσθημα’, λέει και για τις δυο μας. ‘Συμφορά μου! Τι έχω να τραβήξω κι απόψε..’. Με μισή καρδιά κι ακόμα λιγότερη όρεξη, έβαλα την αποκριάτικη μαύρη μάσκα μου, το αγαπημένο μου κόκκινο κραγιόν και να’μαι στο αυτοκίνητο μαζί με τη Μαρίνα, που έχει ντυθεί κάτι μπερδεμένο, δικής της έμπνευσης, ούτε που συγκράτησα το όνομα – όχι ότι θα έκανε τη διαφορά- λέμε τώρα. Αντιμέτωπη με την ακατάπαυστη λογοδιάρροιά της, αφού έχασα το φανάρι που έπρεπε να στρίψουμε αριστερά στη Φιλοθέη, πάρκαρα πίσω από μια τζιπάρα και μαζί με τη μηχανή του αυτοκινήτου σταμάτησε προς στιγμήν – κλάσματα του δευτερολέπτου δηλαδή- το μπίρι μπίρι της κολλητής μου.
‘Έλα μην μπεις με ξινισμένα μούτρα’, μου είπε η Μαρίνα.
‘Μαρινάκι, αντε κοριτσάκι μου να αναμιχθείς με το πλήθος κι άσε με εμένα θα δω τι θα κάνω…’ της απάντησα.
‘Τι θα κάνεις δηλαδή; Δεν κουράστηκες να είσαι μόνη πια;’, άρχισε να τσιτώνει το Μαρινάκι.
‘Μην την ανοίξουμε αυτή την κουβέντα τώρα, γλυκιά μου. Αχ στάσου, διόρθωσε λίγο τη μάσκαρά σου στο αριστερό σου μάτι.’. Είχα καταφέρει να την αποπροσανατολίσω λέγοντάς της ό,τι μου κατέβηκε στο κεφάλι.
Λίγο πριν μπούμε στο πάρτυ έβγαλε το καθρεφτάκι της από την τσάντα που έχει τα πάντα, διόρθωσε το ανύπαρκτο λάθος με τη μάσκαρά της, πήρε βαθιά ανάσα και μπήκαμε μέσα.
Η μουσική στη διαπασών, όλοι κρατάνε από ένα ποτό στο χέρι, άλλοι περιφέρονται, άλλοι χορεύουν, άλλοι βαριούνται- ανάμεσά τους κι εγώ. Πίνω το ποτό μου και χαζεύω τις στολές των άλλων… ‘Λες να έχει δίκιο το Μαρινάκι…; Μήπως παραείναι ξινά τα μούτρα μου; Μήπως έμεινα τόσο πολύ καιρό μόνη που έχασα τον ενδιαφέρον μου για το φλερτ;… Α δεν είναι ώρα για βαθυστόχαστες σκοτούρες…’ Πάω να πάρω ένα δεύτερο ποτό.
Δεν έχω βγάλει τη μάσκα μου, μ’αρέσει αυτή η αίσθηση μυστηρίου που προκαλεί το κρυμμένο μου πρόσωπο αν και το κρυμμένο πρόσωπο των άλλων με φοβίζει λίγο. Παίρνω το δεύτερο ποτό μου κι αποφασίζω να αλλάξω γωνία παρατήρησης στο χώρο…ψάχνω με το βλέμμα μου τη Μαρίνα, που συνομιλεί με ένα ψηλό, άχαρο, άχρωμο τύπο – τώρα θα μου πεις μέσα στο χαμηλό φωτισμό πού είδα ότι ήταν άχρωμος… μη με ρωτάς, αυτή την αίσθηση μου έδωσε. Το δεύτερο ποτό άρχισε να με χαλαρώνει λίγο κι αρχίζω και λικνίζομαι στο ρυθμό της μουσικής… συντηρητικά μεν, στο ρυθμό δε.
Και ξαφνικά νιώθω ένα ζευγάρι μάτια να με παρατηρούν… είναι κάτι ξαφνικό κι αυτό με αγχώνει… κι εκεί που σηκώνω το βλέμμα μου για να τον δω καλύτερα…δεν είναι εκεί… ‘Ουφ, ευτυχώς’, σκέφτομαι και την επόμενη στιγμή ‘γιατί έφυγε;’. Τώρα είναι λογικό αυτό ή μιλάει το οινόπνευμα που ήδη ρέει στις φλέβες μου; Προτού η λογική δώσει την εξήγησή της, νιώθω τα ίδια μάτια καρφωμένα επάνω μου. Μα πριν μία στιγμή δεν ήταν εδώ, πώς εμφανίστηκε πάλι; Είναι ψηλός, ντυμένος στα μαύρα και φοράει κι αυτός μία μαύρη μάσκα. ‘Πού είσαι ρε Μαρινάκι τώρα που σε χρειάζομαι;’ Το Μαρινάκι αγνοείται…. για κακή μου τύχη. Και τώρα τι κάνουμε; Το στόμα μου έχει στεγνώσει, χρειάζομαι επειγόντως ακόμα ένα ποτό! Κι αυτά τα μάτια δε λέει να τα πάρει από πάνω μου!
Παίζει το αγαπημένο μου κομμάτι και σκέφτομαι να η ευκαιρία. Θα κρυφτώ μέσα σ’αυτούς που χορεύουν μέχρι να σκεφτώ τι θα κάνω. Δε μπορώ να δω ολόκληρο το πρόσωπό του κι αυτό μου δημιουργεί αμηχανία… βουρ στο χορό λοιπόν για να ανασυγκροτήσω τη σκέψη μου – λέμε τώρα. Λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο…το σύμπαν απόψε έχει άλλα σχέδια για μένα…
Με την πλάτη μου γυρισμένη προς το μέρος του αρχίζω να χορεύω… Η μουσική με χαλαρώνει και με παρασέρνει και ξαφνικά νιώθω δυο χέρια γύρω από τη μέση μου κι ένα κορμί να λικνίζεται πολύ κοντά στο δικό μου… Νιώθω την ανάσα του στα μαλλιά μου κι ένα ρίγος να απλώνεται σε όλο μου το κορμί. Κι εκεί που δεν το περιμένω με γυρίζει προς το μέρος του κι αντικρίζω τα δυο του μάτια πίσω από τη μάσκα να με κοιτούν πιο κοντά από ποτέ. Έχω παραλύσει, αλλά ο εγκέφαλός μου δε δίνει την εντολή της παράλυσης, το κορμί μου εξακολουθεί και χορεύει. Θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα, αλλά ταυτόχρονα δε θέλω να τελειώσει αυτός ο χορός! Τι έχω πάθει; Δε μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από το δικό του! Αυτά τα μάτια με έχουν μαγέψει… Νιώθω την ανάσα του ζεστή να μου χαϊδεύει το πρόσωπο και τα χέρια του να με κρατούν σφιχτά κολλημένη πάνω του.
Το τραγούδι έχει μόλις τελειώσει κι ο μυστηριώδης άντρας, κρατώντας με από το χέρι με βγάζει έξω στο μπαλκόνι! Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά! Δεν έχει πάρει το βλέμμα του στιγμή από το πρόσωπό μου. ‘Θέλω να δω το πρόσωπό σου, βγάλε τη μάσκα σου’, του λέω χωρίς να το πολυσκεφτώ και είναι η πρώτη φορά που λέω ακριβώς αυτό που σκέφτομαι. Μου χαμογελάει και γνέφει αρνητικά με το κεφάλι του.
‘Θέλω να σε δω’, επιμένω… Μου κρατάει τα χέρια σαν να θέλει να με κρατήσει εγκλωβισμένη εκεί. Κάνω να φύγω και με τραβάει προς το μέρος του. Πάω να διαμαρτυρηθώ και σφραγίζει με τα χείλη του τα δικά μου.
Με μια βραχνή, σαγηνευτική φωνή που με υπνωτίζει μου λέει ‘Έχεις δει τα μάτια μου και για την ώρα αυτό είναι αρκετό…’