Καίριο ερώτημα είναι αν ο τρόπος λειτουργίας των μάντεων και των μαντείων άφηνε το περιθώριο για ετεροκατευθυνόμενη χρησμοδοσία. Yπήρχαν όντως περιπτώσεις κατά τις οποίες η προφητεία γινόταν κατά παραγγελία ενός πολιτικού ή ενός ιδιώτη. Τούτο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του ιδιώτη αιτητή ή την αποδοχή μιας πολιτικής απόφασης από την κοινωνία. Οι ρητές αναφορές σε χειραγώγηση μαντείων, ιδιαίτερα των Δελφών, έστω και ελάχιστες[1], συνιστούν ενδείξεις ότι η Πυθία δεν υπήρξε πάντοτε αδιάφθορη.
Σε κάποιες περιστάσεις ο αιτητής, αντί να δωροδοκήσει το μαντείο, μπορούσε να ασκήσει πιέσεις για έναν ευνοϊκότερο χρησμό. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Ηροδότου[2] σχετικά με τον χρησμό της Πυθίας προς τους Αθηναίους πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Με αυτόν οι Αθηναίοι προτρέπονταν να εγκαταλείψουν την πόλη τους. Αρνούμενοι οι πρέσβεις τους να επιστρέψουν με αυτόν τον άκρως δυσμενή χρησμό, ζήτησαν έναν καινούριο ύστερα από προτροπή του Δελφού ιερέα Τίμωνα. Ο δεύτερος χρησμός προφήτευε πάλι την καταστροφή των Αθηνών, δίνοντας όμως ελπίδα σωτηρίας μέσα στο ξύλινον τείχος.
Η έντεχνη μαντική, που ασκούσαν κυρίως οι μάντεις, φαίνεται ότι προσαρμοζόταν ευκολότερα στη θέληση του επερωτώντος. Η επιλογή συγκεκριμένου χρόνου ή η επανάληψη της διαδικασίας έως ότου έρθουν τα επιθυμητά αποτελέσματα αποτελούσαν συνήθεις πρακτικές. Το πότε ή πόσο συχνά αυτή επαναλαμβανόταν εξαρτάτο συνήθως από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα των βασιλέων της Σπάρτης, οι οποίοι κατά τις εκστρατείες θυσίαζαν νύχτα, ώστε να λαμβάνουν θετικά σημάδια μέσω της θυσίας[3]. Η δυνατότητα επανάληψης της θυσίας με τον ίδιο στόχο προκύπτει από τις επαναλαμβανόμενες θυσίες που τελούσε ο Ξενοφώντας στην Κύρου άνάβασιν. Αυτές δεν ξεπερνούσαν εντούτοις τις τρεις ανά ημέρα[4].
Είναι επίσης ευνόητο πως ο μάντης καλείτο να απαντήσει σε ερωτήσεις του τύπου «να ακολουθήσω την εκστρατεία;» ή «να ακολουθήσω το τάδε επάγγελμα;». Για να καταφέρει να περιορίσει την πιθανότητα λαμθασμένης πρόβλεψης, θα συνέλεγε εκ των προτέρων πληροφορίες σχετικά τόσο με το θέμα που απασχολούσε τον πελάτη του όσο και με τις κοινωνικές συνθήκες που το επηρέαζαν. Με αυτόν τον τρόπο θα είχε τη δυνατότητα να προσαρμόσει την ερμηνεία των σημείων στο προσήκον ανά περίπτωση.
Οι παράγοντες που διαμόρφωναν επομένως την τελική γνωμοδότηση του μάντη ήταν τρεις: τα σημεία, η περίσταση και οι πιέσεις που του ασκούνταν. Όπως έχει προαναφερθεί[5], τα συχνότερα σημεία ήταν γνωστά ακόμα και εκτός των κύκλων των μάντεων, γεγονός το οποίο περιόριζε ως έναν βαθμό τις σκόπιμες και αυθαίρετες ερμηνείες τους. Από την άλλη πλευρά, ο ενδιαφερόμενος θα ασκούσε αρκετές φορές πιέσεις στον μάντη, ώστε να λάβει ευνοϊκές προφητείες. Για τον σκοπό αυτόν ο δεύτερος χρειαζόταν να γνωρίζει εκ των προτέρων τις επιδιώξεις του πελάτη του, ώστε να προσαρμόσει κατάλληλα την ερμηνεία των σημείων ή να επαναλάβει τη θυσία.
Συμπερασματικά, οι απροκάλυπτες απόπειρες χειραγώγησης της μαντείας συνδέονταν αποκλειστικά με οργανωμένα μαντεία και ήταν ελάχιστες. Θα ήταν βέβαια δύσκολο να καταγραφούν ιστορικά οι πιθανές παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις πόλεων ή ιδιωτών με τα ιερατεία των μεγάλων μαντείων πριν τη χρησμοδοσία. Περιστατικά τα οποία θα έθεταν υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία των μαντείων περιορίζονταν αριθμητικά και λάμβαναν χώρα μόνο υπό ειδικές συνθήκες, όπως πολέμους ή κοινωνικοπολιτικές αναταραχές. Αν συνέβαιναν σε ευρύτερη κλίμακα, το κύρος των μαντείων θα είχε κλονιστεί και θα είχε χαθεί η επιρροή τους σε αρκετές πόλεις[6].
Προς επίρρωσιν της άποψης αυτής, η άμεση δωροδοκία ενός μαντείου δεν ήταν πάντοτε η πλέον ενδεδειγμένη λύση. Η δυνατότητα επανάληψης της χρησμοδοσίας ή της θυσίας μέχρι να αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα συνιστούσε αφεαυτής μια μέθοδο χειραγώγησης. Το μαντείο ή ο μάντης ωθείτο έτσι σε αναθεώρηση της αρχικής προφητείας λόγω της απόρριψης της αρχικής από τον αιτητή. Το πλεονέκτημα που παρουσίαζε αυτή η πρακτική έγκειται στο γεγονός ότι ήταν αποδεκτή από το ίδιο το θρησκευτικό σύστημα. Εκτός τούτου, δικαιολογείτο από την αντίληψη ότι ο ενδιαφερόμενος παρακαλούσε τον θεό να μεταβάλει τη βούλησή του. Δεν διαφαινόταν επομένως τυπικά η πίεση που ασκούσε ο αιτητής προς τον μάντη ή το μαντείο.
[1] Βλ. ενδεικτικά Ήροδ. 6.66.
[2] Βλ. Ήροδ. 7.141.
[3] Βλ. Ξεν. Λακ. πολ. 13.3-4.
[4] Βλ. Ξεν. Κύρ. άνάβ. 6.4.16, 6.4.19· επίσης Flower (2008) 83. Πρβλ. όμως Parker (2000) 311.
[6] Το κύρος του μαντείου των Δελφών στην Αθήνα υπέστη όντως πλήγμα λόγω της απροκάλυπτης φιλοσπαρτιατικής στάσης του κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Βλ. Parke – Wormell 1.189, Crane (1996) 167-8, 170-3.
Μεταλλεία και Μαντεία στην Αρχαιότητα, Συμβολή στην Ιστορία της Αρχαίας Μεταλλείας, ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ, Ιωάννης Λεονάρδος