“Μια φορά κι ένα καιρό στην γουρουνοχώρα είχε οικονομική κρίση. Η μαμά γουρουνίτσα μάζεψε τα παιδιά της και τους είπε:
“Δεν μπορώ να σας ταΐζω πια! Πρέπει να πάτε να φτιάξετε δικά σας σπίτια.”
Τα γουρουνάκια ξεκίνησαν στον δρόμο αλλά δεν ήθελαν να δουλέψουν κιόλα ούτε να ξενιτευτούν. Εκεί που πήγαιναν συνάντησαν έναν που κουβαλούσε άχυρο. “Καλέ κύριε, τόσο άχυρο έχεις, δεν μου δίνεις κι εμένα;” λέει το ένα γουρουνάκι. Τζάμπα επιδότηση ήταν, έκανε και υπερτιμολογήσεις, μια χαρά το γουρουνάκι βολεύτηκε σε αχυρένιο σπίτι.
Μετά συνάντησαν κάποιον που κουβαλούσε ξύλα. “Επ! Που πας με ξύλα! Απαγορεύτηκαν τα τζάκια εντός του Λεκανοπεδίου!” Το δεύτερο γουρουνάκι το έπαιξε αστυνομικός και κατάσχεσε τα ξύλα. Έφτιαξε ένα σπιτάκι ξύλινο σαν αυτά που είχε δει στο Λιβάδι στην Αράχωβα μια φορά που είχε πάει για σκι.
Το τελευταίο γουρουνάκι προχωρούσε και σκεφτόταν όταν είδε ένα φορτηγό με τούβλα. Σήκωσε το χοντρό του χέρι και το φορτηγό σταμάτησε. “Καλέ μου άνθρωπε, μου πουλάς τα τούβλα σου;” Τα αγόρασε μεν αλλά βερεσέ και με τόκο, καθότι δεν είχε λεφτά πάνω του.
Πέρασαν τα χρόνια και ήρθε ο κακός ο λύκος. Φυσάει, διαλύει το πρώτο σπίτι, το αχυρένιο. Καθότι όλοι είχαν πάρει μίζες τότε με τις επιδοτήσεις, κανείς δεν παραπονέθηκε μην καταλήξει στις εφημερίδες το θέμα. Το γουρουνάκι μπήκε στο ξύλινο σπίτι. Φυσάει φυσάει ο λύκος, πάει όμως και αυτό. Όλοι ήξεραν ότι ο τρόπος που πήρε τα ξύλα δεν ήταν και πολύ δημοκρατικός ή δίκαιος. Ούτε τώρα είπαν τίποτα τα γουρουνάκια παρά έτρεξαν στο τρίτο σπίτι μπας και την γλιτώσουν.
Όταν έφτασε στο τούβλινο σπίτι ο λύκος είδε ότι με φύσημα δεν γινόταν τίποτα. Έψαξε λίγο το θέμα και βρήκε ότι είχε αγοραστεί με δανεικά αλλά ο νόμος προστάτευε τα δικαιώματα των γουρουνιών. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα κι ας του χρώσταγαν. Τα γουρουνάκια του έκαναν κωλοδάχτυλα και τον έβριζαν καθότι είχαν πάρει θάρρος.
Ο λύκος δεν το έβαλε κάτω. Τους έριξε χαράτσι με την ΔΕΗ. Φόρο στο οικόπεδο. Ε9 ζόρικο. ΕΝΦΙΑ….” …άντε κοιμήσου παιδάκι μου τώρα.