… και ξαφνικά οι τίτλοι τέλους έπεσαν. Σκοτάδι. Έκλεισα τα μάτια μου και σκέφτηκα: Γιατί έφυγε το καλοκαίρι εκείνο; Τι έφταιξε; Ένας λυγμός μπούκωσε στο λαρύγγι μου. Αμέσως μετά επανήλθα στο άχαρο παρόν. Άνοιξα ξανά τα μάτια μου και αναφώνησα: Eπιτέλους! ‘Eνα αξιόλογο Ελληνικό φιλμ νουάρ μετά από χρόνια! Ναι ρε φίλε! Το ένιωσα όλο αυτό! Η αξέχαστη Τζένη Βάνου δικαιώνεται εκτός από μια σπουδαία λαϊκή φωνή και ως μια απόλυτη Jazz ερμηνεύτρια!
Θα ξεκινήσω ανάποδα… με δύο facts!
Πρώτο: Η ταινία θα λάβει μέρος στο διαγωνιστικό μέρος του Tribeca Film Festival και αυτό από μόνο του δείχνει ότι εδώ έχουμε κάτι ξεχωριστό που μας κάνει υπερήφανους ως ‘Ελληνες!
Δεύτερο: Η τελευταία σκηνή της και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών και λοιπών υποχρεώσεων υπό καταρρακτώδη βροχή είναι η πιο καλογυρισμένη Ελληνική σκηνή δράσης που είδα εδώ και χρόνια!
Πάμε τώρα στην αρχή… που όμως είναι και το τέλος!
Η διαφορά του να πεις ‘τέσσερις και σαράντα πέντε’ το πρωί… με το να πεις ‘πέντε παρά τέταρτο’ είναι μεγάλη… αναλόγως την διάθεση και την ατμόσφαιρα της βραδιάς!
Πώς το εννοώ θα με ρωτήσεις! Απαντώ. Για εμάς, τους πρώην ανθρώπους της νύχτας (μπάρμαν γαρ, ο υπογράφων του κειμένου – για όσους δεν γνωρίζουν) 04 και 45… λέμε με ύφος ξινισμένο, όταν η νύχτα δεν περνάει με τίποτα και όταν όλα κινούνται αργά και βασανιστικά, ενώ 5 παρά τέταρτο λέμε όταν το πρωί είναι θελκτικό, γεμάτο υποσχέσεις… η βάρδια έχει σχεδόν τελειώσει και η αποδέσμευση απ΄το ωράριο, τη σκληρή εργασία και την κούραση έχει ήδη έρθει! Οι δείκτες του ρολογιού δηλαδή μπορεί να δείχνουν το ίδιο, αλλά οι ερμηνείες είναι δύο, αναλόγως με τη διάθεση αυτού που το βιώνει!
Η ταινία λοιπόν ισορροπεί ανάμεσα σε αυτές τις δύο παράλληλες πραγματικότητες και ο χρόνος είναι πρωταγωνιστής σε ένα συνεχές αγχωτικό αδιέξοδο αλλά και σε μια επιθυμητή λύτρωση που μόνο δεδομένη δεν είναι, αφού όταν αδειάσει η κλεψύδρα, όλα θα έχουν κριθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο!
Υπόθεση:
2010. Η κρίση και η ύφεση είναι ήδη εδώ! Πορείες και επεισόδια παντού. Το στολισμένο δέντρο στην πλατεία Συντάγματος φλέγεται και μαζί του ολόκληρη η πόλη είναι έτοιμη να εκραγεί την ώρα που οι πολιτικοί κάνουν ανούσια διαβήματα μέσω τηλεόρασης. Κάπου εκεί γνωρίζουμε τον ήρωα της ιστορίας μας. Ο Στέλιος Δημητρακόπουλος (Μάινας – στον οποίο δυο βράδια πριν την προβολή έπεσα πάνω… έξω από μια εκκλησία στο κέντρο της Αθήνας και ανταλλάξαμε συνωμοτικά βλέμματα μιλώντας ο καθένας στο κινητό του – περίεργα πράγματα)… αγαπάει την τζαζ!
Πίσω στο 1993, άνοιξε ένα Live μπαρ μετατρέποντας το πάθος του σε καριέρα ενάντια σε όλους όσους του έλεγαν ότι είναι τρελός και ότι ένα τέτοιο μαγαζί θα τον στραγγίξει οικονομικά!
Δεν είχαν άδικο εν τέλει.
17 χρόνια μετά και έπειτα από πολλές θυσίες τα πράγματα έχουν φτάσει στα όρια τους και ο Στέλιος ήδη χρωστάει ένα τεράστιο ποσό, κυρίως σε τόκους, σε έναν Ρουμάνο τοκογλύφο που δεν αστειεύεται!
Έχει λίγες μέρες διορία για να βρει τα λεφτά και να ξεχρεώσει, ενώ ο χρόνος ήδη μετράει αντίστροφα! Σε κάθε άλλη περίπτωση κινδυνεύει να χάσει το μαγαζί του που τόσο αγαπά, αλλά και την οικογένεια του, καθώς οι σχέσεις του με την γυναίκα και τα παιδιά του βρίσκονται ήδη σε αδιέξοδο!
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτόν και τους μαφιόζους δανειστές του, ο πρώην φίλος του ο Βάσος, ένας άνθρωπος της νύχτας, τον οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά ο σπουδαίος Δημήτρης Τζουμάκης, που κλέβει καθαρά την παράσταση στην ταινία (οκ… έχει και τις καλύτερες ατάκες) αποδεικνύοντας ότι τέτοιους ρόλους τους έχει ψωμοτύρι!
Γνώμη:
Ο Αλέξης Αλεξίου, μετά το πολύ ‘όμορφο’… και καθαρά εικαστικό… ”Ιστορία 52” του 2008, φτιάχνει ένα νέο – νουάρ θρίλερ αγωνίας με σαφείς αναφορές σε ταινίες και στο σινεμά που αγαπά-με(;) (θα τολμήσω να αναφέρω ως παραδείγματα τον ”Νονό” στη σκηνή της βάφτισης… αλλά και το ”Blade Runner” στη σεκάνς του… Βάσου και τον ‘αποχαιρετισμό’ υπό βροχή του φινάλε).
Πέρα από αυτά βέβαια θα σας θυμίσει έντονα με τις χωρισμένες σε κεφάλαια ενότητες και με τους κοφτούς γεμάτους αιχμές, χιούμορ αλλά και καυστικούς για κοινωνικά ζητήματα διαλόγους, το σινεμά του Ταραντίνo, το οποίο κάνει ξεκάθαρα την εμφάνιση του σε όλες τις πτυχές της ταινίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται!
Το αποτέλεσμα είναι μια σφιχτοδεμένη ιστορία, με σκοτεινές, υγρές εικόνες σε Νέον φόντο, μιας βρώμικης Αθήνας, γεμάτης αίμα και βία… την οποία όσοι κυκλοφορούν μόνο μέρα δεν βλέπουν ποτέ! Αυτές τις εικόνες όμως τις ‘ντύνει’ με φωτεινές, αισθαντικές τζαζ μουσικές επιλογές από την δεκαετία του ’60 που, όσο κι αν ‘δένουν’ μαγικά με την ταινία και εκπλήσσουν τον θεατή με τον ρομαντισμό που αποπνέουν, έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με τον αγωνιώδη και ζόρικο κόσμο του πρωταγωνιστή… όσο και την ίδια την ιστορία!
Εξαιρετικός στον ρόλο του ο Στέλιος Μάινας, σε δονεί με το βλέμμα και τις γεμάτες καταπιεσμένη οργή και εμφανή απόγνωση εκφράσεις του, αλλά και ως μια ήρεμη δύναμη αποφασιστικότητας με σκοπό να σώσει τα κεκτημένα μιας ζωής!
Στην ταινία επίσης απολαμβάνουμε ως σύζυγο του… την πρωθιέρια Ελληνίδα θεά Μαρία (αγαπάω κολασμένα) Ναυπλιώτου, που κάνει τα απαραίτητα χωρίς κόπο και περιττές φανφάρες με τρόπο ουσιαστικό, ενώ αξιόλογη εμφάνιση σε ρόλο μπράβου – ας πούμε – κάνει και ο Αδάμ Μπουσδούκος (Soul Kitchen)!
Να επαναλάβω, τέλος, ότι το σαόυντρακ της ταινίας απλά τα σπάει (Bάνου και Δενάρδου έχουν την τιμητική τους) και ότι με έκανε να ψάχνω μουσικές και κομμάτια που είχα να ακούσω χρόνια. Απολαύστε το τρέιλερ και να θυμάστε ότι η τζαζ χορεύεται… και ότι ο κινηματογράφος είναι η υπέρτατη μορφή τέχνης!
Στην προκειμένη δε… στηρίζουμε το καλό Ελληνικό σινεμά με όλες μας τις δυνάμεις!
Καλές προβολές φίλοι μου!