Τις περισσότερες φορές γράφω βράδυ.
Μου την σπάνε τα φώτα.
Μου την σπάει η μέρα γενικώς. Μου την σπάνε οι πρωινοί τύποι.
Μου την σπάνε τα κορναρίσματα στους δρόμους, αυτή η ανεξήγητη βιασύνη – που αν δεν είσαι χειρουργός που τρέχει να σώσει κάποιον ή πυροτεχνουργός ή δεν έχεις φάει χαλασμένο γύρο κοτόπουλο το προηγούμενο βράδυ, δεν έχεις καμία δικαιολογία.
Σκάσε. Σκάσε και περίμενε, γιδοβοσκέ, που νομίζεις πως είσαι ο Μωυσής που θα ανοίξει το ραβδάκι του τον δρόμο να περάσει το smart σου.
Που θα πας ρε μίζερε; Σπίτι σου θα πας να φας ροβύθια στο τέλος της ημέρας.
Αλλά δεν φταις εσύ, η κουτοπονηριά σου σε έκανε μαλάκα.
Που σου μάθανε ότι μπορείς να πας να χωθείς μπροστά στην ουρά, να παρακάμψεις τους ηλίθιους που περιμένουν στο φανάρι και να στηθείς μέσα στη μέση του δρόμου μπροστά τους, να λαδώσεις για να πάρεις το δίπλωμα σου, να πληρώσεις στον διεκπεραιωτή να τρέξει αντί για σένα για μια υπόθεση 5 λεπτών – γιατί έχεις σημαντικότερες δουλειές.
Σήμερα για παράδειγμα, δεν τις έχεις ξύσει αρκετά τις μπάλες σου.
Θες χρόνο. Λογικό.
Όπως και να έχει η μέρα ποτέ δεν μου έκανε.
Μου βρωμάει ψέμα. Όλοι καλυμμένοι πίσω από το κουστουμάκι τους, την δουλίτσα τους, τον δήθεν καθωσπρεπισμό τους και το δήθεν χαμόγελο.
Έτοιμοι να σχολιάσουν, να κρίνουν, να κατηγορήσουν.
Γιαγιάδες στημένες στα μπαλκόνια με ραντάρ ανοιχτά, κουτσομπόληδες παντού και ένα σωρό άλλες τραγικές-για μένα-καταστάσεις.
Ναι, και στην νύχτα υπάρχει αυτό.
Αλλά φαίνεται πιο γρήγορα νομίζω.
Η νύχτα ξεβράζει τους δήθεν. Ίσως φταίει που η γλίτσα λαμπιρίζει στο σκοτάδι.
Η νύχτα έχει άλλη μαγεία, άλλη καύλα.
Θες ησυχία; Την έχεις. Θες φασαρία; Την έχεις κι αυτή.
Για να κοιμάσαι την ημέρα, πιθανόν είσαι άρρωστος.
Την νύχτα είναι απολύτως φυσιολογικό. Αν πάλι δεν θες να κοιμηθείς, έχεις την επιλογή να βγεις. Τόσο απλά.
Όπως και να έχει, είναι θέμα του τι ταιριάζει στον καθένα και πως λειτουργεί.
Από πιτσιρικάς δεν χώνευα το πρωινό ξύπνημα και πάντα στο κάλεσμα της μάνας μου – αρχικά – και στα καντήλια του πατέρα μου – μετά από τις 2-3 φορές που έκανα την πάπια, μπας και γλιτώσω κάνα μισάωρο ύπνο – έβρισκα την κλασική δικαιολογία “πρώτη ώρα έχουμε κενό ή γυμναστική”. Εντάξει, δεν έχω τύψεις. Πάω στοίχημα πως κι εσείς το έχετε κάνει κάποια στιγμή.
Είμαι από τους τυχερούς που εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όποια δουλειά έκανα ξεκινούσε μετά το μεσημέρι ή βράδυ.
Ίσως γι’αυτό αγάπησα την νύχτα και τους ανθρώπους της.
Θεωρώ πως οι λιγοστοί φίλοι που έχω επιλέξει να έχω στη ζωή μου είναι παιδιά της νύχτας.
Χωρίς να έχουν δουλέψει απαραίτητα νύχτα.
Παιδιά που το πρωί τους καίει τα μάτια ο ήλιος και ξυπνάνε ξενερωμένοι, είτε είναι Δευτέρα, είτε είναι Σάββατο.
Παιδιά που όταν αλλάζει η ώρα και νυχτώνει πιο νωρίς, χαίρονται μέσα τους αλλά δεν το λένε και πολύ μην τους βγάλουν τρελούς.
Ίσως είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας πάντα, αλλά εγώ τουλάχιστον, μέχρι και τον αέρα πιο καθαρό τον βρίσκω το βράδυ.
Έχει μια περίεργη μαγεία η νύχτα, αν και σκοτεινή, είναι πολύ πιο καθαρή…
Έχουν γραφτεί χιλιάδες γνωμικά για την νύχτα και όλες οι ωραίες ιστορίες νύχτα ξεκινάνε και τελειώνουν.
Ποιος μπορεί να αρνηθεί πως η καλύτερη στιγμή της ημέρας είναι όταν φεύγει η νύχτα.
Την πλάτη της θαυμάζετε!
Άλλωστε τα αστέρια, τα μάτια και τα χαμόγελα λάμπουν στο σκοτάδι και δεν θα τα δεις ποτέ μεσημέρι…
Την αυγή μπορείς να την φτάσεις μόνο περπατώντας το μονοπάτι της νύχτας.
Χαλίλ Γκιμπράν.