Αφήσαμε το αυτοκίνητο κοντά στη γέφυρα και το πήραμε με τα πόδια. Ο Άλκης στάθηκε στο μέσον της γέφυρας και κοιτούσε σαν μαγεμένος τα νερά που περνούσαν από κάτω.
«Δεν μοιάζουν με ποτάμι;» μου είπε λες και τα έβλεπε για πρώτη φορά.
Έμοιαζαν πράγματι με ορμητικό ποτάμι, έτοιμο για καυγά. Αυτό δεν του το είπα, αρκέστηκα στο να συμφωνήσω, να τελειώνουμε. Ήμασταν στη γέφυρα της Χαλκίδας, ώρα δυο το μεσημέρι και καθώς στεκόμασταν δήθεν ανέμελοι το μάτι μου έπιασε μια παρέα από γκρίζα σύννεφα στο βάθος, πίσω από ένα μεγάλο βουνό. Φορτωμένα σύννεφα, θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι εδώ σε μια ώρα, αν όχι και νωρίτερα.
«Λες να βρέξει;» του είπα.
«Είσαι με τα καλά σου; Σκάει ο τζίτζικας, δεν είναι λογικό.»
Λογικό. Λες και ήξερε ο Άλκης από λογικό. Η επιτομή του παραλόγου. Σκάει ο τζίτζικας εννοούσε τους δέκα βαθμούς Κελσίου. Είχαμε ήδη μια ώρα που βρισκόμασταν σε δίλλημα σχετικά με το που θα πηγαίναμε για φαγητό. Ψάρι ή μπριζόλα; Μαύρο ή άσπρο; Πάπλωμα ή κουβέρτα; Κασέρι ή γραβιέρα; Τέτοια καθημερινά προβλήματα ταλάνιζαν τη ζωή μας εδώ και δέκα συναπτά χρόνια. Ήθελα να τον πετάξω μες τη θάλασσα.
«Τελικά θα φάμε;» του είπα νοιώθοντας το στομάχι μου να γουργουρίζει.
Περπατήσαμε στην παραλία παρατείνοντας ακόμα λίγο την πείνα μας και τα διλήμματα. Ζευγάρια διασταυρώνονταν στο δρόμο μας, όλοι έμοιαζαν να χαίρονται την τέλεια ευτυχία. Κανείς δεν είχε μούτρα , κανένας καυγάς δεν γινόταν αντιληπτός. Γιατί, σάμπως ο δικός μας καυγάς φώναζε από μακριά; Μαλώναμε σιωπηλά πάντα, καρφώναμε ο ένας τον άλλον με μαεστρία, το καρφί έφτανε στο βάθος χωρίς να ακουστεί το χτύπημα, αθόρυβα…
Μήπως κάποιο από τα καρφιά μου τον χτύπησε τόσο θανάσιμα; Να έφταιγα άραγε εγώ; Έκανα κάτι που δεν έπρεπε, τον θύμωσα τόσο πολύ, το είχα παρακάνει με τους καυγάδες;
Έφυγε τώρα. Και δεν μπορώ ούτε καν να τον ρωτήσω. Δεν μπορώ ούτε να του ζητήσω συγνώμη όπως έκανα κάθε φορά. Τίποτα δεν είναι πια στο χέρι μου. Έφυγε τόσο ξαφνικά που δεν πρόλαβα να του πω τίποτα, ούτε για το φαγητό που θα τρώγαμε εκείνη την ημέρα, ούτε αν είχε δίκιο πως το μαγαζί που διαλέξαμε είχε τα χάλια του, ούτε αν του άρεσε τελικά που ήρθαμε στη Χαλκίδα, ούτε αν με αγαπούσε όπως τον ρώταγα κάθε φορά που τσακωνόμασταν και στο τέλος τα βρίσκαμε. Ήταν το πρώτον μας βράδυ που δεν με φίλησε για καληνύχτα.
Έμεινε στο νοσοκομείο μόνο για λίγες ώρες. Δεν ήταν ατύχημα, η καρδιά του αποφάσισε απλώς να μας εγκαταλείψει. Κι όλα τελείωσαν όπως είχαν αρχίσει. Με μια ανάσα. Με ένα φιλί. Αυτή τη φορά παγωμένο. Κοιτάζω πίσω σε εκείνη την ημέρα επάνω στη γέφυρα. Γιατί δεν τον φίλησα έστω για μια τελευταία φορά; Γιατί δεν του φώναξα όσο πιο δυνατά άντεχαν τα πνευμόνια μου;
Σε αγαπώ. Αντίο.