«Το να ονειρεύεσαι δε κοστίζει τίποτα και όμως αξίζει τόσα πολλά» σιγομουρμούριζε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα.
Τα όνειρα είναι οι επιθυμίες μας.
Τα θέλω μας.
Το σωσίβιο, όταν η στυγνή πραγματικότητα μας πνίγει.
Το καταφύγιο από ό,τι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε.
Η έξοδος κινδύνου όταν οι φλόγες της πραγματικότητας απειλούν να κάψουν την ελευθερία μας.
«Το να ονειρεύεσαι είναι τόσο όμορφο. Μπορεί να σου χαρίσει το πιο λαμπερό χαμόγελο μια γκρίζα χειμωνιάτικη μέρα», σιγοτραγουδούσε και συνέχιζε τον περίπατο του.
Ούτε οι πρώτες στάλες της βροχής δεν τον εμπόδισαν.
Έκλεισε μοναχά τα μάτια του για να αισθάνεται τις στάλες να γλιστράνε νωχελικά στο πρόσωπο του και να δροσίζουν τα χείλη του.
Συνήθιζε να παίζει το παιχνίδι των αισθήσεων.
Νέκρωνε μια από τις αισθήσεις του για να μπορεί να αισθάνεται με μεγαλύτερη ένταση τις υπόλοιπες.
Τώρα όμως, όλες οι αισθήσεις του σιωπούσαν στο άγγιγμα μιας στάλας.
«Βροχή είναι τα ανεκπλήρωτα όνειρα μας. Μαζεύονται στον ουρανό ψηλά και περιμένουν μέχρι τη στιγμή που θα γίνουν δάκρυα και θα τρέξουν στη γη για να βρουν κάποιον να απλώσει το χέρι και να τα πιάσει! Εκείνα που όταν δεν τα αρπάξει κάποιος πέφτουν στη γη και μετατρέπονται σε χαμένα Όνειρα σουλατσάροντας στους άδειους δρόμους ψάχνοντας προορισμό.
Τα Χαμένα Όνειρα γυρνούν κρυφά κάποιες μυστικές στιγμές απομόνωσης να μας συντροφεύσουν ξυπνώντας επιθυμίες και θέλω που έμειναν ήχοι μακρινοί και κατακερματίστηκαν στον άκουσμα ενός c’est la vie» .
Όλο το βράδυ έμεινε εκεί. Ξεχάστηκε μετρώντας τα αστέρια και σταματούσε μόνο για να κάνει μια ευχή, όταν κάποιο από αυτά ξέφευγε από τα υπόλοιπα και πήγαινε στη θάλασσα για να συναντήσει μια νεράιδα και να χαθεί για πάντα στο βυθό της. Τούτο το μυστικό μόνο αυτός το γνώριζε.
«Κάθε φορά που ένα αστέρι πέφτει λίγο πριν αφεθεί στην αγκαλιά της νεράιδας της θάλασσας της μεταφέρει την ευχή και τούτο το παράξενο ερωτικό σμίξιμο δημιουργεί μια μαγεία που κανείς ως τώρα δεν μπόρεσε να εξηγήσει και η ευχή γίνεται ψίθυρος στον άνεμο. Πυροτέχνημα στον ξάστερο ουρανό. Ενώνεται με το πάθος αυτού που το ευχήθηκε και πραγματοποιείται».
Ο χρόνος είχε παγώσει. Εκείνος ακίνητος. Με κλειστά τα μάτια.
Ένα θρόισμα τον έκανε να πεταχτεί πάνω.
Μαγεία! Είδε τα όνειρα του να πετάνε ελεύθερα πάνω από τη θάλασσα.
Χαμογέλασε και άπλωσε τα χέρια του.
Ήθελε να τα αγγίξει.
Ήταν τα δικά του Όνειρα.
Κάπου μακριά ακουγόταν οι κραυγές των πεθαμένων Ονείρων του που είχαν γίνει Εφιάλτες και τον καταδίωκαν κάποια βράδια χωρίς αστέρια.
Τώρα ήταν στο βυθό της θάλασσας.
Ήταν ελεύθερος.
Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου βρήκαν τη θέση του κενή.
Το μόνο που είχε μείνει ήταν κάτι πατημασιές που χάνονταν στη μέση της παραλίας.
Σαν να είχε χαθεί.
Σα να είχε πετάξει μαζί με τα Όνειρα του.
Ποιος, άραγε, ξέρει…..