Ένα τρομακτικό φαινόμενο, που μπορεί να παραλληλιστεί με τις «μαγισσοφοβίες» του μεσαίωνα, είναι εκείνο που έχει γίνει γνωστό ως «κίνημα της ανακτώμενης μνήμης». Αυτές οι ανακτώμενες μνήμες είναι, υποτίθεται, αναμνήσεις σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία, οι οποίες έχουν απωθηθεί από όσους ή όσες την υπέστησαν και επανέρχονται, δεκαετίες αργότερα, με τη χρήση ειδικών θεραπευτικών τεχνικών, που συμπεριλαμβάνουν υποβολή ερωτήσεων, ύπνωση, αναδρομική ύπνωση (κατά την οποία ο υπνωτιζόμενος επιστρέφει στην παιδική ηλικία του και θυμάται πράγματα που νόμιζε πως είχε ξεχάσει), ενέσεις ορού αληθείας και ερμηνεία ονείρων. Εκείνο που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του «κινήματος» αυτού ως βρόχου ανάδρασης είναι ο επιταχυνόμενος ρυθμός ανταλλαγής πληροφοριών. Ο θεραπευτής βάζει συνήθως τον πελάτη του να διαβάσει βιβλία σχετικά με την ανάκτηση μνήμης, να παρακολουθήσει μαγνητοσκοπημένα τοκ-σόου σχετικά με το θέμα και να συμμετάσχει σε συμβουλευτικές ομάδες μαζί με άλλες γυναίκες, συνήθως, που έχουν ανακαλέσει μνήμες κακοποίησης. Ενώ στην αρχή της θεραπείας ο συμμετέχων δεν έχει καμιά ανάμνηση κακοποίησης κατά την παιδική του ηλικία, σύντομα την αποκτά, ύστερα από εβδομάδες ή και μήνες υποβολής στις ειδικές θεραπευτικές τεχνικές. Στο σημείο αυτό αρχίζει ο χορός των ονομάτων των θυτών —πατέρας, μητέρα, παππούς, θείος, αδελφός, φίλοι του πατέρα κ.τ.λ. Ακολουθεί η αντιπαράθεση με τους κατηγορηθέντες, που σχεδόν πάντοτε αρνούνται τις κατηγορίες, και η διακοπή κάθε σχέσης μαζί τους. Αποτέλεσμα: κατεστραμμένες οικογένειες (βλ. Hochman 1993).
Τόσο οι ειδικοί που αποδέχονται τη συγκεκριμένη μέθοδο όσο και εκείνοι που την απορρίπτουν υπολογίζουν πως τουλάχιστον ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν «ανακτήσει» μνήμες σεξουαλικής κακοποίησης από το 1988 και μετά, και στον αριθμό αυτό δεν συνυπολογίζονται όσοι είχαν πράγματι κακοποιηθεί σεξουαλικά και ποτέ δεν το ξέχασαν (Crews et al. 1995, Loftus & Ketcham 1994, Pendergrast 1995). Ο συγγραφέας Ρίτσαρντ Γουέμπστερ (R. Webster), στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Γιατί ο Φρόοντ είχε άδικο (Why Freud Was Wrong, 1995), ανιχνεύει τις ρίζες του κινήματος σε μια ομάδα ψυχοθεραπευτών της περιοχής της Βοστώνης, που κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, επηρεασμένοι από το βιβλίο Αιμομιξία πατέρα-κόρης (Father- Daughter Incest, 1981) της ψυχιάτρου Τζούντιθ Χέρμαν (J. Herman), έφτιαξαν ομάδες θεραπείας για θύματα αιμομιξίας. Μια και η σεξουαλική κακοποίηση είναι ένα πραγματικό και τραγικό φαινόμενο, αυτή η κίνηση αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα για να έλθει το πρόβλημα στο κοινωνικό προσκήνιο. Δυστυχώς, μαζί με αυτό ήλθε στο προσκήνιο και η ιδέα ότι το υποσυνείδητο είναι μια αποθήκη απωθημένων αναμνήσεων, με βάση την περιγραφή από τη Χέρμαν μιας γυναίκας της οποίας οι «μέχρι τότε απωθημένες μνήμες» σεξουαλικής κακοποίησης ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Αρχικά, τα μέλη των ομάδων θεραπείας ήταν, αποκλειστικά, άνθρωποι που ποτέ δεν ξέχασαν την κακοποίησή τους. Σταδιακά, όμως, όπως σημειώνει ο Γουέμπστερ, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της στις συναντήσεις αυτές η διαδικασία της θεραπευτικής «ανοικοδόμησης» των αναμνήσεων.
Κυνηγώντας τις κρυμμένες μνήμες που υποτίθεται ότι θα εξηγούσαν τα συμπτώματα που είχαν οι γυναίκες αυτές, οι ψυχοθεραπευτές χρησιμοποιούσαν συχνά μια μέθοδο χρονικά περιορισμένης ομαδικής θεραπείας. Στο ξεκίνημα των δέκα ή δώδεκα εβδομαδιαίων συναντήσεων, οι ασθενείς παροτρύνονταν να θέσουν ορισμένους στόχους.
Για πολλούς από τους ασθενείς που δεν είχαν αναμνήσεις κακοποίησης, στόχος ήταν η ανάκτηση των αναμνήσεων αυτών. Μερικοί έθεταν στόχους του τύπου «θέλω απλώς να μπω στην ομάδα και να νιώ- σω πως ανήκω σ’ αυτήν». Ύστερα από την πέμπτη συνάντηση, ο θεραπευτής υπενθύμιζε στην ομάδα ότι είχαν ήδη φτάσει στο μέσο της θεραπείας τους, κάτι που αποτελούσε ξεκάθαρο υπαινιγμό ότι ο χρόνος τελείωνε. Έτσι, καθώς με τον τρόπο αυτό η πίεση για αποτελέσματα γινόταν πιο έντονη, οι γυναίκες που δεν είχαν τέτοιες αναμνήσεις άρχιζαν συχνά να βλέπουν εικόνες σεξουαλικής κακοποίησης από τον πατέρα τους ή άλλους ενηλίκους και οι εικόνες αυτές ερμηνεύονταν ως μνήμες ή «ξαφνικές αναλαμπές» από το παρελθόν (1995, σ. 519).
Ο βρόχος ανάδρασης του κινήματος άρχισε πλέον να αυτο-οργανώνεται, υπό την ενθάρρυνση του ψυχοθεραπευτή Τζέφρυ Μάσον (Jeffrey Masson) και του βιβλίου του Η επίθεση κατά της αλήθειας (The Assault On Truth, 1984), στο οποίο ο συγγραφέας απέρριπτε τον ισχυρισμό του Φρόυντ ότι η παιδική σεξουαλική κακοποίηση ήταν μια φαντασίωση και υποστήριζε πως η αρχική θέση του Φρόυντ —ότι η σεξουαλική κακοποίηση που τόσο συχνά ανέφεραν οι ασθενείς του ήταν πραγματική, ευρύτατα διαδεδομένη και υπεύθυνη για τις νευρώσεις των ενήλικων γυναικών— ήταν η ορθή. Το κίνημα εξελίχθηκε σε τυπικό φαινόμενο «μαγισσοφοβίας», όταν η Έλεν Μπας (Ε. Bass) και η Λώρα Ντέιβις (L. Davis) δημοσίευσαν το βιβλίο Το θάρρος για να θεραπευτείς: Ένας οδηγός για τις γυναίκες που επέζησαν της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης (The Courage To Heal: A Guide For Women Survivors of Child Sexual Abuse, 1988). Ένα από τα συμπεράσματα του βιβλίου αυτού ήταν πως: «Αν νομίζεις ότι είχες κακοποιηθεί και η ζωή σου παρουσιάζει τα σχετικά συμπτώματα, τότε έχεις πράγματι κακοποιηθεί» (σ. 22). Το βιβλίο πούλησε πάνω από 750.000 αντίτυπα και έδωσε το έναυ- σμα για να δημιουργηθεί μια βιομηχανία γύρω από την ανάκτηση απωθη- μένων αναμνήσεων, που συμπεριλάμβανε δεκάδες παρόμοια βιβλία, τηλεοπτικά προγράμματα και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά.
Η διαμάχη για το αν πρόκειται για «ανακτημένες» ή ψευδείς μνήμες εξακολουθεί να μαίνεται μεταξύ ψυχολόγων, ψυχιάτρων, δικηγόρων, δημοσιογράφων και του ευρύτερου κοινού. Επειδή η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι κάτι που όντως συμβαίνει, και μάλιστα συχνότερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι από μας θα θέλαμε να πιστεύουμε, διακυβεύονται πολλά όταν οι κατηγορίες των θεωρούμενων ως θυμάτων καταρρίπτονται. Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να συμβαίνει στην υπόθεση του κινήματος της ανακτώμενης μνήμης δεν είναι κάποια επιδημία παιδικής κακοποίησης, αλλά μια επιδημία καταγγελιών (βλ. Εικόνα 13). Είναι «μαγισσοφοβία», δεν είναι σεξουαλική υστερία. Και μόνον οι αριθμοί που δίνονται αρκούν για να δημιουργηθούν αμφιβολίες. Η Μπας, η Ντέιβις και άλλοι εκτιμούν ότι 3550% όλων των γυναικών έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά κατά την παιδική τους ηλικία… Αν δεχτούμε το συντηρητικότερο ποσοστό, αυτό σημαίνει πως, μόνον στις ΗΠΑ, 42,9 εκατομμύρια γυναίκες έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Και αφού κάποιος θα πρέπει να τις έχει κακοποιήσει σεξουαλικά, αυτό σημαίνει ότι 42,9 εκατομμύρια Αμερικανοί άντρες θα πρέπει να είναι δράστες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών! Το άθροισμα μας δίνει
ΕΙΚΟΝΑ 13. Αριθμός καταγεγραμμένων κατηγοριών για σεξουαλική κακοποίηση από γονείς, Μάρτιος 1992 – Μάρτιος 1994.
[Πηγή: Ίδρυμα για το Σύνδρομο Ψευδών Αναμνήσεων.]
85,8 εκατομμύρια Αμερικανούς και των δύο φύλων. Επιπλέον, σε πολλές από τις περιπτώσεις που αναφέρονται, υποτίθεται ότι στην κακοποίηση εμπλέκονται μητέρες που συγκατατίθενται και φίλοι ή συγγενείς που συμμετέχουν. Συνεπώς, ο συνολικός αριθμός όσων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συμμετείχαν σε κακοποιήσεις θα πρέπει να ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια άτομα (γύρω στο 38% του πληθυσμού των ΗΠΑ). Αδύνατον! Είναι αδύνατον, έστω κι αν μειώσουμε τους αριθμούς στο μισό. Κάτι άλλο συμβαίνει εδώ.
Το όλο φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο επίφοβο αν σκεφτεί κανείς όχι μόνον πως ο καθένας μπορεί να βρεθεί κατηγορούμενος, αλλά και πως οι συνέπειες είναι δραματικές — να φυλακιστεί. Πολλοί άντρες και αρκετές γυναίκες έχουν κλειστεί στις φυλακές και αρκετοί από αυτούς παραμένουν έγκλειστοι, αφού κρίθηκαν ένοχοι σεξουαλικής κακοποίησης με μοναδικό στοιχείο εναντίον τους μια ανακτημένη μνήμη. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τι διακυβεύεται, θα πρέπει να ενεργούμε με μεγάλη σύνεση.
Ευτυχώς, φαίνεται πως η τάση σήμερα κλίνει προς την κατεύθυνση του να θεωρηθεί το κίνημα των ανακτημένων αναμνήσεων μία από τις μαύρες σελίδες στην ιστορία της ψυχιατρικής. Το 1994 ο Γκάρυ Ραμόνα, πατέρας της κατηγόρου του, Χόλυ Ραμόνα, δικαιώθηκε από το δικαστήριο κερδίζοντας τη δίκη εναντίον των δύο ψυχοθεραπευτών της, της Μαρς Ισαμπέλα και του Δρα Ρίτσαρντ Ρόουζ, που είχαν βοηθήσει τη Χόλυ να «θυμηθεί» π.χ. ότι ο πατέρας της την εξανάγκαζε να κάνει στοματικό σεξ στο σκυλί τής οικογένειας. Οι ένορκοι επιδίκασαν στον Γκάρυ Ραμόνα αποζημίωση 500.000 δολαρίων από τα 8 εκατομμύρια που είχε ζητήσει, κυρίως επειδή λόγω των αστήρικτων κατηγοριών είχε χάσει τη δουλειά του, από την οποία κέρδιζε 400.000 δολάρια ετησίως.
Δεν είναι μόνον όσοι κατηγορήθηκαν που έχουν αρχίσει τις δικαστικές αγωγές, αλλά και οι ίδιοι οι κατήγοροι αρχίζουν τώρα να μηνύουν τους ψυχοθεραπευτές τους για την υποβολή ψευδών αναμνήσεων. Και μάλιστα δικαιώνονται. Η Λώρα Πέισλυ (1993), που είχε κάποτε πεισθεί πως υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στα παιδικά της χρόνια, έχει σήμερα αποκηρύξει τις μνήμες που υποτίθεται πως έχει ανακτήσει, ενώ μήνυσε τον ψυχοθεραπευτή της κερδίζοντας εξώδικη αποζημίωση. Η ιστορία της έτυχε ευρείας κάλυψης από τα αμερικανικά ΜΜΕ. Πολλές άλλες γυναίκες έχουν τώρα αποσύρει τις αρχικές καταθέσεις τους και μηνύουν τους θεραπευτές τους. Οι γυναίκες αυτές έχουν γίνει γνωστές ως «ανασκευάζουσες», ενώ έχει πια εμφανιστεί και ένας ψυχοθεραπευτής που «ανασκεύασε» τις απόψεις του (Pendergrast 1996). Οι δικηγόροι βοηθούν στην αναστροφή του βρόχου ανάδρασης, απαιτώντας μέσω των δικαστηρίων την απόδοση ποινικών ευθυνών στους θεραπευτές. Ο θετικός βρόχος ανάδρασης μεταβάλλεται σε αρνητικό και, χάρη σε ανθρώπους όπως η Πέισλυ και οργανισμούς όπως το Ίδρυμα για το Σύνδρομο Ψευδών Αναμνήσεων (False Memory Syndrome Foundation), η κατεύθυνση στην ανταλλαγή πληροφοριών αντιστρέφεται.
Η αναστροφή του βρόχου ανάδρασης ενισχύθηκε κι άλλο τον Οκτώβριο του 1995, όταν έξι ένορκοι στην κομητεία Ράμσεϋ της Μινεσότα, επιδίκασαν αποζημίωση ύψους 2,7 εκατομμυρίων δολαρίων στη Βινέτ Χάμαν και στον σύζυγό της, ύστερα από δίκη διάρκειας έξι μηνών κατά της ψυχιάτρου της Χάμαν, της Δρος Ντάίάν Μπέυ Χουμενάνσκυ, σχετικά με την υποβολή ψευδών αναμνήσεων παιδικής κακοποίησης στην πελάτισσά της. Η Χάμαν επισκέφθηκε τη Χουμενάνσκυ το 1988 με συμπτώματα γενικού άγχους, αλλά χωρίς καμιά απολύτως ανάμνηση σεξουαλικής κακοποίησης. Ύστερα από έναν χρόνο θεραπείας, όμως, η Χουμενάνσκυ διέγνωσε ότι η Χάμαν έπασχε από σύνδρομο πολλαπλών προσωπικοτήτων — η ψυχίατρος «ανακάλυψε», ούτε λίγο ούτε πολύ, εκατό διαφορετικές προσωπικότητες. Ποια ήταν η αιτία που οδήγησε τη Χάμαν στο να «αποκτήσει» τόσες πολλές διαφορετικές ταυτότητες; Σύμφωνα με τη Χουμενάνσκυ, η Χάμαν είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τη μητέρα της, τον πατέρα της, τη γιαγιά της, τους θείους της, τους γείτονες και από πολλούς άλλους. Εξαιτίας του ψυχικού τραύματος που υπέστη, η Χάμαν υποτίθεται πως απώθησε τις μνήμες αυτές. Μέσω της «θεραπείας», η Χουμενάνσκυ κατασκεύασε για τη Χάμαν ένα παρελθόν που περιλάμβανε ακόμη και κακοποίηση στη διάρκεια σα- τανιστικών τελετών όπου ως γεύματα σερβίρονταν νεκρά μωρά σε μπουφέ! Οι ένορκοι τα βρήκαν όλα αυτά απίστευτα. Απίστευτα τα θεώρησαν και οι ένορκοι μιας μεταγενέστερης δίκης, οι οποίοι, στις 24 Ιανουαρίου 1996, επιδίκασαν το ποσό των 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων σε έναν άλλο πελάτη της Χουμενάνσκυ, τον Ε. Κάρλσον (Grinfeld 1995, σ. 1).
Τέλος, μια από τις πιο διαβόητες υποθέσεις που αφορούσαν απωθημέ- νες μνήμες έληξε πρόσφατα, με τους κατηγορούμενους να αθωώνονται και να αποφυλακίζονται. Το 1989, η κόρη του Τζωρτζ Φράνκλιν, η Α’ίλήν Φράν- κλιν-Λίπσκερ, πληροφόρησε την αστυνομία ότι ο πατέρας της είχε δολοφονήσει το 1969 την παιδική της φίλη Σούζαν Νέισον. Τι αποδείξεις προσκόμισε; Μια «ανακτημένη» μνήμη είκοσι ετών, η οποία (χωρίς κανένα άλλο στοιχείο) στάθηκε αρκετή για να βρεθεί ο Φράνκλιν ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση και να καταδικαστεί σε ισόβια δεσμά τον Ιανουάριο του 1991. Η Φράνκλιν-Λίπσκερ ισχυρίστηκε πως η ανάμνηση του γεγονότος τής ήρθε ξαφνικά, καθώς έπαιζε με τη δική της κόρη, που είχε τότε την ίδια περίπου ηλικία με τη δολοφονημένη παιδική της φίλη. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1995 ο τοπικός εφέτης Λόουελ Τζένσεν έκρινε πως η δίκη του Φράνκλιν ήταν παράτυπη, διότι ο πρώτος δικαστής δεν είχε επιτρέψει στην υπεράσπιση να προσκομίσει ως στοιχεία άρθρα εφημερίδων σχετικά με τη δολοφονία, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν πληροφορήσει την Φράνκλιν- Λίπσκερ για τις λεπτομέρειες του εγκλήματος. Με άλλα λόγια, η ανάμνησή της μπορεί να είχε κατασκευαστεί και να μην είχε πράγματι «ανακτηθεί». Πέραν αυτού, η αδερφή της Φράνκλιν-Λίπσκερ, Τζανίς Φράνκλιν, αποκάλυψε στην ένορκη κατάθεσή της πως τόσο αυτή όσο και η αδελφή της είχαν υποβληθεί σε ύπνωση λίγο πριν τη δίκη του πατέρα τους για να «ενισχύσουν» τις αναμνήσεις τους. Η σταγόνα που έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι ήταν η δήλωση της Φράνκλιν-Λίπσκερ στους ανακριτές ότι θυμόταν τον πατέρα της να διαπράττει άλλες δύο δολοφονίες — οι σχετικές έρευνες δεν απέδωσαν κανένα στοιχείο που να εμπλέκει τον Φράνκλιν σε κάποια από τις δύο αυτές υποθέσεις. Μία από τις «αναμνήσεις» ήταν τόσο γενικόλογη, ώστε δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί καν κάποιος φόνος που να ταιριάζει με τη «μαρτυρία». Η άλλη υποτίθεται ότι περιέγραφε τον Φράνκλιν να βιάζει και να δολοφονεί μια δεκαοκτάχρονη κοπέλα το 1976, αλλά οι ανακρίσεις απέδειξαν ότι την ώρα του εγκλήματος ο Φράνκλιν βρισκόταν σε κάποια συνδικαλιστική συγκέντρωση· τα τεστ DNA και σπέρματος επιβεβαίωσαν την αθωότητά του. Η γυναίκα του Φράνκλιν, Λήα, που είχε καταθέσει εναντίον του στη δίκη του 1990, αναίρεσε τώρα την κατάθεσή της και δήλωσε πως δεν πιστεύει πια στην ύπαρξη απωθημένων αναμνήσεων. Ο δικηγόρος του Φράνκλιν έκλεισε την αγόρευσή του ως εξής: «Ο Τζωρτζ Φράνκλιν βρίσκεται στη φυλακή επί 6 χρόνια, 7 μήνες και 4 ημέρες. Πρόκειται περί αίσχους και τραγωδίας. Η εμπειρία του μπορεί να χαρακτηριστεί μόνον ως καφκική» (Curtius 1996). Ως καφκική εμπειρία μπορεί να χαρακτηριστεί και το όλο κίνημα της «ανακτώμενης μνήμης».
Οι παραλληλισμοί με την περιγραφή του Τρέβορ-Ρόπερ σχετικά με τον τρόπο «λειτουργίας» της μαγισσοφοβίας κατά τον μεσαίωνα προκαλούν ρίγος. Πάρτε για παράδειγμα το περιστατικό που συνέβη στο Ηστ Γουενά- τση της Πολιτείας Ουάσινγκτον, το 1995. Ο αστυνόμος Ρόμπερτ Πέρεζ, υπεύθυνος για τη διερεύνηση σεξουαλικών εγκλημάτων, θεώρησε ως αποστολή του να σώσει τα παιδιά της πόλης του από μια επιδημία, όπως πίστευε, σεξουαλικής κακοποίησης. Ο Πέρεζ κατηγόρησε, έστειλε στο δικαστήριο, κήρυξε ενόχους και τρομοκράτησε τους πολίτες της αγροτικής αυτής κοινότητας με απίστευτους, στην κυριολεξία, ισχυρισμούς. Μια γυναίκα βρέθηκε να κατηγορείται για πάνω από 3.200 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο εναντίον ενός ηλικιωμένου κυρίου, ο τελευταίος έπρεπε να είχε πάνω από 12 σεξουαλικές επαφές μέσα σε μία μέρα, κάτι που όπως κατέθεσε ξεπερνούσε ακόμη και τις δυνατότητες που είχε στην εφηβεία του. Ποιοι βρέθηκαν στο έδρανο του κατηγορουμένου; Όπως και στη μεσαιωνική εκδοχή, ήταν συνήθως φτωχοί άντρες και γυναίκες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να προσλάβουν καλούς δικηγόρους. Ποιοι ήταν οι κατήγοροι; Νεαρά ευφάνταστα κορίτσια που είχαν πολύωρες συναντήσεις με τον αστυνόμο Πέρεζ. Ποιος ήταν ο Πέρεζ; Σύμφωνα με μια εσωτερική έκθεση της αστυνομίας, ο Πέρεζ είχε ιστορικό μι- κροπαραβάσεων και συζυγικών καβγάδων. Η έκθεση τον περιγράφει ως «πομπώδη» και με «αλαζονικούς τρόπους». Επίσης αναφέρει ότι ο Πέρεζ «έμοιαζε να επιλέγει και να βάζει στο στόχαστρό του συγκεκριμένα άτομα». Λίγο μετά την πρόσληψή του, ο Πέρεζ άρχισε να ανακρίνει ευάλωτα κορίτσια με δυσκολίες προσαρμογής, χωρίς να είναι παρόντες οι γονείς τους. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν μαγνητοφωνούσε τις συναντήσεις αυτές, απλώς συνέτασσε ένα κατηγορητήριο που τα κορίτσια τελικά υπέγραφαν, ύστερα από ώρες ανελέητης ανάκρισης (Carlson 1995, σ. 89-90).
Αν και στο Ηστ Γουενάτση κανείς δεν ρίχτηκε στην πυρά, τα κορίτσια αυτά (η πιο «παραγωγική» κατήγορος ήταν μόλις 10 ετών), υπό την επιρροή και την εξουσία του Πέρεζ ως αστυνομικού, έστειλαν πάνω από 20 ενήλικα άτομα στη φυλακή. Τουλάχιστον οι μισοί φυλακισθέντες ήταν φτωχές γυναίκες. Παρεπιπτόντως, όποιος ή όποια είχε προσλάβει ιδιωτικό δικηγόρο δεν κατέληγε στη φυλακή. Το μήνυμα ήταν σαφές — αντισταθείτε! Στην περίπτωση της δεκάχρονης που αναφέραμε, ο Πέρεζ πήρε το κορίτσι από το σχολείο, το ανέκρινε επί τέσσερις ώρες και μετά απείλησε ότι θα συλ- λάβει τη μητέρα του αν δεν παραδεχόταν πως υπήρξε θύμα σεξουαλικών οργίων στα οποία η μητέρα του συμμετείχε. «Εχεις δέκα λεπτά να πεις την αλήθεια», επέμεινε ο Πέρεζ, τάζοντας πως αν ομολογούσε θα το άφηνε να γυρίσει σπίτι. Το κορίτσι υπέγραψε το χαρτί και ο Πέρεζ αμέσως συνέλαβε και φυλάκισε τη μητέρα. Το κοριτσάκι αυτό δεν ξαναείδε τη μητέρα του για έξι μήνες. Όταν η μητέρα, εντέλει, κατόρθωσε να προσλάβει δικηγόρο, και οι 168 κατηγορίες που της είχαν απαγγελθεί αποσύρθηκαν. Το Ηστ Γουενάτση, λοιπόν, βρέθηκε ασφυκτικά δεμένο σε έναν βρόχο ανάδρασης που έφτασε στο κρίσιμο σημείο του όταν αυτή η επιδημία κατηγοριών πέρασε στα ΜΜΕ (μεταξύ άλλων, σε μια ειδική ωριαία εκπομπή του δικτύου ABC και σε ένα άρθρο στο περιοδικό Time). Τώρα που ο Πέρεζ έχει πλέον αποκαλυφθεί, όλοι εκείνοι τους οποίους είχε κατηγορήσει στρέφονται εναντίον του, τα κορίτσια αποκηρύσσουν τις κατηγορίες, τα θύματα και οι κατεστραμμένες τους οικογένειες κάνουν μηνύσεις και ο βρόχος ανάδρασης έχει αναστραφεί.
Η ανησυχητική πλευρά όσον αφορά τη συγκεκριμένη μανία, αλλά και την όλη υστερία σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση που εξαπλώθηκε στην Αμερική τα τελευταία χρόνια, είναι ότι εξαιτίας της αναπόφευκτης αντίδρασης στη γενικευμένη υστερία ορισμένοι πραγματικοί δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων ενδέχεται να ξεγλιστρήσουν. Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση αποτελεί πραγματικό φαινόμενο. Τώρα που έχει μεταβληθεί σε κυνήγι μαγισσών, ίσως χρειαστεί αρκετό διάστημα έως ότου κατορθώσει η κοινωνία να βρει μια ισορροπία όσον αφορά την αντιμετώπισή της.
MICHAEL SHERMER – ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΕ ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ