Ένα αγόρι έξι περίπου ετών έκανε την εμφάνιση του στο νησί, φοβισμένο, ξένο, άγνωστο και αβέβαιο για την υπόλοιπη πορεία της ζωής του.
Η ιστορία του ήταν πάνω κάτω γνωστή, και την είχα ξανά μοιραστεί μαζί σας σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο «γράμμα σε ένα αγόρι» (http://kissmygrass.gr/44705/gramma-se-ena-agori-christos-daskalakis/ ), τότε όμως, τίποτα δεν του ήταν γνωστό και κάθε τι στο νησί έμοιαζε καινούριο, πρωτόγνωρο, διαφορετικό από όσα είχε συνηθίσει και είχε ζήσει έως τότε.
Οι χειμώνες και τα καλοκαίρια περνούσαν πάνω στον τεράστιο αυτό βράχο πολύ αργά και μοναχικά τις περισσότερες φορές, και οι στιγμές που λίγο χρώμα ερχόταν να ταράξει τις άτονες αποχρώσεις του γκρι, ήταν πολύ λίγες και δυστυχώς πολύ σύντομες επίσης….
Αν λοιπόν υπήρχε ένα μέρος που μου έδινε για λίγο χαρά, εκτός από το σπίτι της θείας μου της Σούλας πάνω ψηλά στον Άγιο Κωνσταντίνο, αυτό ήταν ετούτο εδώ το μικρό μαγαζάκι δύο λεπτά από το λιμάνι, 400 σκαλοπάτια μακριά από το σπίτι μου και μόλις μία σκέψη μακριά από το μυαλό μου.
«Το Ρόδι», ήταν ο μικρός εκείνος επίγειος παράδεισος που κάθε παιδί στο νησί νομίζω ήθελε για λίγο να αποδράσει και ακόμα και τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μακριά, υπάρχει ακόμα στην καρδιά μας σαν μια αγκαλιά από τον αγαπημένο μας παππού ή την αγαπημένη μας θεία.
Εδώ αγοράζαμε τις σχολικές μας τσάντες, εδώ τα τετράδια, τις μπογιές, τα δώρα στους φίλους ή στους συμμαθητές, από εδώ μας έφερνε τα δώρα η γιαγιά, από εδώ και ο Άγιος Βασίλης.
Προσωπικά όμως, πολλούς φίλους δεν είχα, ούτε ήμουνα πολύ δημοφιλής, έτσι δεν προσέφερα ούτε λάμβανα και πολλά δώρα. Δεν θυμάμαι να με κάλεσε ποτέ κανείς σε πάρτι, ο Αϊ Βασίλης μέχρι και την ηλικία των 18 με θυμήθηκε μόνο μια φορά, και επειδή ντρεπόμουν να ζητάω χρήματα από τους γονείς μου, δεν έκανα και ποτέ κανένα δώρο στον εαυτό μου.
‘Έτσι λοιπόν, οι μοναδικές φορές που επισκεπτόμουνα το Ρόδι, ήταν μαζί με την μάνα μου για να πάρουμε τα σχολικά στην αρχή κάθε Σεπτέμβρη.
Χανόμουν εγώ πίσω από το μεγάλο ράφι για να κερδίσω χρόνο μέσα στο μαγαζί, η μάνα μου πάντοτε βιαζόταν, η ευγενική ιδιοκτήτρια έκανε τα πάντα για να αγοράσουμε αυτό που διακριτικά άφηνα να φανεί ότι μου αρέσει περισσότερο, αλλά δεν ξέρω γιατί, ενώ είχαμε λεφτά, εγώ πάντοτε κατέληγα με την πιο φτηνή και αδιάφορη σχολική τσάντα.
Για δώδεκα ολόκληρα χρόνια επισκεπτόμουν το μαγαζί αρχές Σεπτέμβρη και για δώδεκα ολόκληρα χρόνια έφευγα από εκεί χωρίς να καταφέρνω να παίρνω αυτό που ποθούσε η ψυχή μου…
Πέρασαν τα σχολικά τα χρόνια, μεγάλωσα και εγώ, έφυγα στην Αθήνα για εργασία και σπουδές, μπήκα επιτέλους σε αεροπλάνα, γνώρισα ανθρώπους, άσπρισαν τα γένια μου, άγγιξα μερικά από τα όνειρα μου και «Το Ρόδι» ακόμα εκεί.
Κοιτάζω την φωτισμένη του βιτρίνα τα βράδια, τώρα που βρίσκομαι στο νησί, κοιτάζω το ίνδαλμα μου στο τζάμι μα το μικρό αγόρι δεν το βλέπω απέναντι μου.
Πέρασαν τα χρόνια που ψαχούλευα στα ράφια, πέρασαν οι γιορτές που ευχόμουν να με θυμηθεί ο Αϊ- Βασίλης, πέρασαν και οι Σεπτέμβρηδες που με κοιτούσαν να φεύγω με τα φθηνά μου σχολικά…
Ο πατέρας μου έπαψε να μου κρύβει χρήματα μέσα στα σχολικά βιβλία επειδή από παιδί ντρεπόμουν να ζητώ, η μάνα μου θαρρείς και άλλαξε και τώρα πια δεν κάνει εκπτώσεις όσον αφορά την δική μου τη ζωή, και τώρα πια που υπάρχουν προσωπικά χρήματα στα ενήλικα μου παντελόνια, «Το Ρόδι» δεν πουλάει πλέον σχολικά, εγώ δεν είμαι πλέον μαθητής και έτσι δεν θα μπορέσω –ευτυχώς- να κάνω ποτέ φιγούρα στο σχολείο…
Στα 38 μου χρόνια, και περνώντας τους τρείς βασικούς καλοκαιρινούς μήνες στο νησί, περπατάω καθημερινά έξω από το αγαπημένο μαγαζάκι των παιδικών μου χρόνων, ανταλλάσσουμε καλημέρες με την πάντα ευγενική ιδιοκτήτρια που φαίνεται ο χρόνος να μην την έχει αγγίξει ούτε μία μέρα, και πάντα εύχομαι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω μόνο για μία και μοναδική ώρα…
Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, απόγευμα Δευτέρας στο νησί, σκέφτομαι πόσο υπέροχο πράγμα είναι για τις αναμνήσεις μας αυτή η σταθερότητα.
Το ίδιο μαγαζάκι, το ίδιο όνομα, η ίδια ιδιοκτήτρια, το ίδιο σημείο, η ίδια συγκίνηση κάθε φορά που περνάω την πόρτα του.
Η τελευταία φορά ήταν πριν λίγες μόλις ημέρες που Νικόλας ήθελε να αγοράσουμε ένα μεγάλο μπαλόνι. Η επόμενη, θα είναι για να αγοράσω ένα δώρο για εμένα.
Γιατί μπορεί να μην βλέπω πια το μικρό εκείνο αγόρι να καθρεφτίζεται στο τζάμι της βιτρίνας, το κρατώ όμως μέσα στη καρδιά και το μυαλό μου, και ξέρω ότι κάποτε ονειρεύτηκε να βγει μέσα από «Το Ρόδι» ευτυχισμένο…
Χρήστος Δασκαλάκης.
Ευχαριστώ πολύ την κυρία Ματίνα, την ιδιοκτήτρια του «Ρόδι», που μου επέτρεψε να βρω ξανά ένα κομμάτι της χαμένης παιδικότητας μου και που τόσα χρόνια παραμένει πιστή σύμμαχος στη δημιουργία ονείρων και αναμνήσεων…