“Όλα αρχίζουν όταν την κοιτάω από μακριά. Όσες κι αν έχω πάρει, αυτή, αυτή που κοιτάω τώρα είναι που με ερεθίζει πιο πολύ. Κι ας φαίνεται μακρινή και δυσπρόσιτη. Δεν έχει σημασία, καμία σημασία αν είναι κρύα ή απότομη. Χρειάζεται σχέδιο. Μερικοί σκοτώνουν το πάθος έτσι. Γενικά προτιμάω τον αυθορμητισμό αλλά μπορεί να μπλέξεις άσχημα. Κάποια στιγμή πρέπει να ετοιμαστείς. Δεν ξέρω αν θα αντέξει το σώμα μου. Καμιά φορά παίρνω ότι βοηθήματα μπορώ, άλλες φορές πάω σκέτος, μόνο με τα ρούχα μου και ότι γίνει.
Αλλά ένα μικρό σακίδιο δεν το γλιτώνεις όταν πας ορειβασία. Και μόλις φορέσω το σακίδιο αρχίζει αμέσως να ερεθίζεται το δικό μου σημείο G.”
Όχι, δεν σας ξεγέλασα με τον τίτλο. Η ορειβασία είναι καθαρά αισθησιακή υπόθεση. Και όλα αρχίζουν μόλις δω μια κόψη. “Κόψη” στα ορειβατέζικα είναι η οροσειρά, η κορυφογραμμή, κάτι που είναι πιο ψηλά από εμένα τελοσπάντων. Ο ορισμός του ορειβάτη κατά την γνώμη μου είναι αυτός που πάντα φαντάζεται τον εαυτό του σε μια επόμενη κόψη. Είναι σχεδόν μεταφυσικό:
Ο γέρος βγήκε στο βουνό
μια τελευταία βόλτα.
Περίγραμμα πάνω στην κόψη,
τόσο λεπτό, σχεδόν δε φαίνοταν,
εύθραυστος, μ’ακλόνητος
σαν τα βράχια
που ατένιζε με γερακίσια μάτια
στερνή φορά
όπως τα’χε ζήσει
μα πρώτη ίσως φορά
όπως ήταν και είναι πραγματικά.
Μόλις ακουμπήσει το σακίδιο στην πλάτη τα ξεχνάω όλα. Σαν άγγιγμα μεγάλου έρωτα. Ή σαν παλιός έρωτας που καμιά φορά φοβάσαι να ξαναδείς γιατί θα χυθείς ολόκληρος σαν ζεστό μέλι πάνω της. Και αν είναι μια φορά ερεθιστική η στιγμή που αρχίζεις τον ανήφορο με το σακίδιο, είναι τρείς φορές καλύτερη η στιγμή που κάνεις την πρώτη στάση και ακουμπάς πιο χαλαρά πάνω του σαν να είναι πλάτη καναπέ. Μετά πάλι στα απότομα όταν κάθε βήμα βγαίνει με κόπο, ιδρωκοπάς, βογγάς, το βρίζεις καμιά φορά. Στην στάση το βγάζεις τελείως να τεντωθείς, νιώθεις ελαφρύς σαν αστροναύτης στην Σελήνη. Αλλά αντί να σε ενοχλήσει το βαρίδι, την επόμενη φορά χαμογελάς όταν το φοράς. Περίεργα πράγματα…
Οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την θεωρία μου για την θέση του σημείου G μπορεί να λυθεί εύκολα αν κάτσετε έξω από την σκηνή ή το καταφύγιο την στιγμή που πέφτουν για ύπνο ορειβάτες. Αφού ετοιμάσουν τα δεκάδες πράγματα που πρέπει να μαζέψουν, φορτίσουν, δέσουν, στερεώσουν και σκεφτούν για την επόμενη μέρα πορείας, κάποια στιγμή επιτέλους οριζοντιώνονται. Μετά από ώρες πορείας με το σακίδιο, γλίστρες και σκαρφαλώματα, το κορμί ισιώνει τελείως. Η πλάτη εφάπτεται ολόκληρη χωρίς βάρος σε οριζόντια επιφάνεια φέρνοντας τα ερεθισμένα σημεία όλα σε επαφή.
Τα δυνατά βογγητά που ακούγονται κάθε φορά επιβεβαιώνουν με περίτρανο τρόπο την θεωρία μου.
Δοκιμάστε το.