Πας διήμερο να χαλαρώσεις, πάω πάσο! Χίλιες φορές να πάω ψαροντούφεκο στην Σαχάρα παρά ένα λεπτό με τη Σούλα και τον Πετράκη, δεν ματαπηγαίνω σου λέω.
Τόπος μαρτυρίου, το εξοχικό του Πετράκη, δηλαδή του μπαμπά και της μαμάς του το οποίο χτίστηκε πετραδάκι, πετραδάκι, οπότε δικαιολογείς το διαφορετικό διακοσμητικό ύφος σε κάθε βήμα. Από τους τοίχους το μόνο που δεν είδα, μπορεί να μου ξέφυγε, ήταν το all time classic, “Μπαμπά μην τρέχεις”.
Ξεφορτώσαμε τα πράματα από την πόρτα του οδηγού αφού μόνον αυτή άνοιγε, μαζί και τη Σούλα. Ο χαρακτηριστικός ήχος της εκπωμάτισης, μας βεβαίωσε πως ήταν έξω από το αυτοκίνητο. Με το χαμόγελο στα χείλη τράβηξε ο Πετράκης μας μπροστά με τη Σούλα πίσω να ρίχνει γαμοσταυρίδια, μια στον Πετράκη, μια στην ανηφόρα και ύστερα πάλι στον Πετράκη. Πιο πίσω εμείς, για να προφυλάξουμε την διερχόμενη κίνηση στον δρόμο, από τυχόν κατολίσθηση της Σούλας.
Μέσα στο σπίτι πλέον ο Πετράκης ετοιμάζεται να ανάψει το τζάκι. Εγώ, στα πλαίσια της σωστής συμπεριφοράς, κουβαλάω τον Αμαζόνιο σε ξυλεία.
Η Σούλα, αδειάζει τις σακούλες και φορτώνει το ψυγείο, ενώ το δικό μου βλαχοtrendy ήδη έχει πιάσει τον καναπέ και παρακολουθεί απαθέστατα, καπνίζοντας τα τσιγάρα μου.
Το κέφι είχε ανάψει, καθώς και το τζάκι, εξαιρετικής κατασκευής, κοινώς όλος ο καπνός μέσα. Σούλα και Πετράκης, κάνουνε ένα 5λεπτο λεκτικό σεξ για την αιθαλομίχλη και μετά η Σούλα ξεκινά να μαγειρεύει κάτι ελαφρύ για το βράδυ, ένα μενού μετρίου μεγέθους εστιατορίου για να καταλάβεις. Εννοείται πως το δικό μου τσιμπουκιστήρι, σταμάτησε να καπνίζει προσωρινά και πλέον αράζει στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση.
Αναλαμβάνω να φτιάξω μια ταΐστρα σαλάτα, φυσικά ήμουν κάτω από το άγρυπνο μάτι της Σούλας διότι δεν της αρέσει το κόψιμο που έκανα. Λες και το πολυμίξερ -στομάχι τους δεν θα τα άλεθε. Ο Πετράκης στην άλλη γωνία τραγουδάει δικής του έμπνευσης τραγούδια. Αναρωτιέμαι, αν χωρούσαν τα 2 τους κεφάλια στην σαλατιέρα-μπολ, τί ήχο θα έβγαζαν αν τους κοπανούσα με μια κουτάλα.
Η Σούλα στη συνέχεια καθάρισε, διότι ένα σπαστικό με την καθαριότητα το’ χει. Γι’ αυτό και εγώ το βράδυ έκανα όλες τις σελίδες του Κάμα-Σούτρα, εκτός από τα κεραμίδια, στους διαδρόμους, σε κάθε σκαλί από τον δεύτερο όροφο έως τον πρώτο, πάνω στη βιβλιοθήκη-μπαράκι μέχρι μέσα στον φούρνο. Με είχε πιάσει το εκδικητικό μου επειδή σιχαινόταν και μας το είχε πει, ούτε στο δωμάτιο να κάνουμε “κάτι”. Ευτυχώς ο Πετράκης και η ίδια ροχάλιζαν σαν χαλασμένες μπετονιέρες και έκαναν πιο πολύ σαματά κι από το Nissan τους.
Το πρωί σαν σηκωθήκαμε, τον ήπιαμε έξω στον κήπο μέσα στον ψόφο, διότι όταν η Σούλα “πήγαινε γκαμπινέ”, δεν μπορούσε να είναι άλλος μέσα στο σπίτι και οι ομιλίες μας επίσης την διέκοπταν. Ο Πετράκης από την άλλη ασχολιόταν με ένα κακόμοιρο σκύλο βρίζοντάς τον.
Φτάσαμε στο βραδάκι κακήν-κακώς. Πήγαμε σε ένα club που έκανε opening, διασκεδάσαμε ένα ολόκληρο 3λεπτο πριν φύγoυμε, αφένος γιατί η Σούλα φοβόταν τα βεγγαλικά όπως το Χιντεμπουργκ μην τυχόν την πετύχει κανένα και σκάσει, κι αφετέρου διότι νύσταζε, αφού την προηγούμενη νύχτα δεν κοιμήθηκε καλά. Είχε πάει κομμωτήριο, που σε απλά Ελληνικά σημαίνει πως έπρεπε να διατηρήσει το μαλλί, οπότε κοιμήθηκε μπρούμυτα, με τα μούτρα στο μαξιλάρι και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Γυρίζοντας σπίτι έπρεπε να λύσω την απορία του Πετράκη “Εάν ο Αδάμ και ο Εδέμ έχουν κάποια σχέση”. Ευτυχώς, γνώριζε από μόνος του, πως “Ο Αβραάμ ήταν άλλος”.
Η μεγάλη στιγμή ήρθε την επόμενη μέρα, Κυριακή του Θεού όταν ήρθε ο αδελφός του Πέτρου, η Τρανσυλβανή σύζυγός του και το παιδάκι τους.
Η Σούλα φυσικά δεν χώνευε την νύφη. Το δικό μου το ξέκωλο πασών των πιπών συζητούσαν, η Σούλα δηλαδή έλεγε μουλωχτά πόσο αντιπαθητική , αδύνατη και μαλακισμένη ήταν που τύλιξε τον κουνιάδο της σε ένα μήνα μέσω Ιντερνετ.
Το ψήσιμο, είχε ήδη αρχίσει, με μουσική συνοδεία του Βασίλη, όχι Καρρά, αλλά Παπακωνσταντίνου, καθότι αφού άρεσε στη Σούλα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, όλοι θα έπρεπε να ακούσουμε “Βασιλάκη”. Δένει με την ιδεολογία της που ένα θα πω: είναι τόσο αριστερή που τη ρωτάς για την θέση του Τσίπρα στο ΣΥΝ, και σου απαντάει ¨Τερματοφύλακας.”
Το δικό μου, η ξέστρωτη κουρελού, είχε τώρα παρέα την Τσαουσέσκα. Ασχολιόταν με το μωρό σαν να είχε ξυπνήσει το μητρικό φίλτρο, ή απλά έκανε χαριτωμενιές με σκοπό να αποφύγει να σηκώσει πάτο, να κάνει κάτι βρε αδερφέ. Η Ρουμάνα πάλι καθόταν απαθέστατη, απολαμβάνοντας τα κωλόχερα του άντρα της. Η “οικοδέσποινα” έκανε δρομολόγια σαν ΚΤΕΛ, μουρμουρίζοντας, μουγκρίζοντας, βρίζοντας.
Το τραπέζι στρώθηκε και ότι είχε πάνω του, εξαφανίστηκε, σαν να το χτύπησε Γιαπωνέζικο τσουνάμι. Ο Πέτρος και ο αδελφός του συζητούν, στήνω αυτί αλλά νόημα φυσικά κανένα.
Η μεγάλη απόδραση ήταν ανέλπιστα μια εύκολη υπόθεση. Απλά ,δεν μου’ρθε νωρίτερα. Πήρα τηλ από το δεύτερο κινητό μου, στο κανονικό. Η υποχώρηση έγινε οργανωμένα και κανείς δεν πήρε χαμπάρι το ψέμα μου. Αν τυχόν τώρα κάποιος μου πει: “Ποτέ μη λες ποτέ” του παρέχω τη διεύθυνση και το τηλέφωνο της Σούλας και του Πετράκη με την σημείωση ότι τα έξοδα για τον ψυχίατρο δεν καλύπτονται.