Πάντοτε το άτομο είναι εκείνο που έχει σημασία, όχι η ομάδα — και πάντοτε εκείνο που μετρά είναι πώς διαφέρουν τα άτομα μεταξύ τους, όχι το πώς διαφέρουν οι ομάδες. Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί ούτε τον ευσεβή πόθο ενός φιλελεύθερου ούτε φραστικό πυροτέχνημα κάποιου συντηρητικού. Είναι ένα δεδομένο της εξελικτικής διαδικασίας, όπως σημείωνε και ένας εντομολόγος το 1948: «Η σύγχρονη ταξινομία είναι προϊόν μιας αυξανόμενης συνειδητοποίησης, μεταξύ των βιολόγων, της μοναδικότητας κάθε μεμονωμένου ατόμου και της μεγάλης ποικιλομορφίας που μπορεί να εμφανιστεί σε οιονδήποτε πληθυσμό ατόμων». Ο εντομολόγος αυτός πίστευε πως οι γενικεύσεις των ταξινόμων για τα είδη, τα γένη, ακόμα και για τις ανώτερες ταξινομικές κατηγορίες «είναι πολύ συχνά περιγραφές μοναδικών δειγμάτων και δομών συγκεκριμένων ατόμων, που δεν μοιάζουν καθόλου με οτιδήποτε θα μπορούσε ένας άλλος ερευνητής να ανακαλύψει».
Οι ψυχολόγοι, προσθέτει, βαρύνονται εξίσου με τέτοιες βεβιασμένες γενικεύσεις: «Ενα ποντίκι τοποθετημένο μέσα σε έναν λαβύρινθο, σήμερα, θεωρείται αντιπροσωπευτικό δείγμα όλων των διαφορετικών ατόμων, κάθε είδους ποντικού, υπό οιεσδήποτε συνθήκες και σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο — χθες, σήμερα, αύριο». Και κάτι ακόμα χειρότερο, τα συλλογικά αυτά συμπεράσματα επεκτείνονται ώστε να καλύψουν και τους ανθρώπους: «Εξι σκυλιά, αδιευκρίνιστης ράτσας και άγνωστου γενεαλογικού δέντρου, μπορεί να αναφέρονται ως «σκυλιά» —εννοώντας κάθε είδος σκύλου— αλλά τα συμπεράσματα σχετικά με τη συμπεριφορά τους να εφαρμόζονται άμεσα, ή έστω έμμεσα, σε σένα, στα ξαδέρφια σου και σε κάθε άλλον τύπο και κατηγορία ανθρώπου» (σ. 17).
Αν είχε περιοριστεί στο να μιλά μόνο για έντομα, ο εντομολόγος αυτός θα ήταν σχετικά άσημος. Αλλά στο μέσον της καριέρας του στράφηκε από τη μελέτη ενός σπάνιου είδους σφήκας στη μελέτη ενός τελείως διαφορετικού ζωικού είδους — του ανθρώπου. Ουσιαστικά, έθεσε στον εαυτό του το εξής ερώτημα: αν οι σφήκες παρουσίαζαν τόσο μεγάλη ποικιλότητα, πόσο μεγαλύτερη θα μπορούσε να είναι η ποικιλομορφία που εμφανίζουν οι άνθρωποι; Έτσι, κατά τη δεκαετία του 1940, άρχισε τη διεξοδικότερη έρευνα που είχε διεξαχθεί έως τότε για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Το 1948, ο Άλφρεντ Κίνσεϋ (A. Kinsey), ο εντομολόγος που έγινε σεξολόγος, δημοσίευσε το έργο Σεξουαλική συμπεριφορά του άρρενος ανθρώπου (Sexual Behavior in the Human Male).
Στο βιβλίο αυτό ο Κίνσεϋ παρατηρούσε ότι «τα ιστορικά που είχε στη διάθεσή της η παρούσα έρευνα καθιστούν προφανές ότι η ετεροφυλοφιλία ή η ομοφυλοφιλία πολλών ατόμων δεν είναι μια επιλογή τύπου “άσπρο-μαύρο”» (Kinsey, Pomeroy & Martin 1948, σ. 638). Μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα και τα δύο ή προσωρινά κανένα από τα δύο. Μπορεί κάποιος να ξεκινήσει τη σεξουαλική του ζωή ως ετεροφυλόφιλος και να γίνει ομοφυλόφιλος, ή το αντίστροφο. Το δε ποσοστό του χρόνου που περνά κανείς σε κάθε μια από τις δύο καταστάσεις ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των διαφόρων ατόμων του πληθυσμού. «Λόγου χάρη», έγραφε ο Κίνσεϋ, «υπάρχουν ορισμένοι που συμμετέχουν τόσο σε ετεροφυλοφιλικές όσο και σε ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες μέσα στο ίδιο έτος, στον ίδιο μήνα, στην ίδια εβδομάδα, ή και στην ίδια ημέρα» (σ. 639). Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, «ακόμη και ταυτοχρόνως».
Συνεπώς, κατέληγε ο Κίνσεϋ, «δεν δικαιολογείται να αναγνωρίζει κανείς μόνον δύο είδη ατόμων, ετεροφυλόφιλους και ομοφυλόφιλους, ενώ ο χαρακτηρισμός του ομοφυλόφιλου ως τρίτου φύλου δεν αντικατοπτρίζει καμιά πραγματική κατάσταση» (σ. 647). Επεκτείνοντας τη συλλογιστική αυτή στην ταξινομία εν γένει, ο Κίνσεϋ συνήγαγε τη μοναδικότητα κάθε ατόμου (με μια ρωμαλέα τοποθέτηση κρυμμένη σε σωρεία πινάκων):
Οι άρρενες δεν αντιπροσωπεύουν δύο διακριτούς πληθυσμούς, τους ετεροφυλόφιλους και τους ομοφυλόφιλους. Ο κόσμος δεν μπορεί να χωριστεί σε αμνούς και ερίφια. Δεν είναι όλα μαύρα ούτε όλα άσπρα. Αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ταξινομίας το ότι στη φύση σπανίως έχουμε να κάνουμε με διακριτές κατηγορίες. Μόνον ο ανθρώπινος νους επινοεί κατηγορίες και προσπαθεί να «στριμώξει» τα δεδομένα σε χωριστές θυρίδες. Κάθε πτυχή του ζωντανού κόσμου αποτελεί ένα συνεχές. Όσο νωρίτερα το καταλάβουμε αυτό, σχετικά με την ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά, τόσο ταχύτερα θα κατανοήσουμε με σαφήνεια τις πραγματικότητες του σεξ. (σ. 639)
Ο Κίνσεϋ αναγνώρισε τη σημασία που έχει η ποικιλομορφία αυτή για τα συστήματα ηθικής. Εάν κανόνας είναι η ποικιλότητα και η μοναδικότητα, τότε ποια μορφή ηθικής θα μπορούσε να καλύψει όλες τις ανθρώπινες πράξεις; Και μόνο για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, ο Κίνσεϋ κατέγραψε 250 διαφορετικές προτιμήσεις για κάθε έναν από τουλάχιστον 10.000 ανθρώπους. Δηλαδή 2,5 εκατομμύρια διαφορετικά δεδομένα. Σχετικά με την ποικιλομορφία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο Κίνσεϋ κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Οι αναρίθμητοι συνδυασμοί των χαρακτηριστικών αυτών για διαφορετικά άτομα καθιστούν το πλήθος των δυνατοτήτων πρακτικά άπειρο» (Christenson 1971, σ. 5). Συνεπώς, δεδομένου ότι όλα τα συστήματα ηθικής είναι απόλυτα, αλλά ότι οι μεταξύ τους διαφορές είναι εντυπωσιακά μεγάλες, όλα τα ηθικά συστήματα εκφράζουν στην πραγματικότητα μόνο την ομάδα που τα χρησιμοποιεί για να κρίνει τους άλλους (και που συνήθως τα επιβάλλει).
Στο τέλος του πρώτου τόμου για τους άντρες, ο Κίνσεϋ έγραφε ότι δεν υπάρχει πρακτικά κανένα στοιχείο που να στηρίζει «την ύπαρξη οιασδήποτε εγγενούς διαστροφής, ακόμα και σε άτομα των οποίων τις σεξουαλικές δραστηριότητες η κοινωνία ελάχιστα αποδέχεται». Αντιθέτως, όπως έδειξε με τους εκτενέστατους στατιστικούς πίνακές του και τη λεπτομερή του ανάλυση, τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα «ότι οι πιο πολλές ανθρώπινες σεξουαλικές συμπεριφορές θα γίνονταν κατανοητές από τον περισσότερο κόσμο, αν μπορούσε να γίνει γνωστό το υπόβαθρο της συμπεριφοράς καθενός από τους συνανθρώπους μας» (Kinsey, Pomeroy & Martin 1948, σ. 678).
Η ποικιλομορφία είναι κατά τον Κίνσεϋ η «γενικότερη όλων των βιολογικών αρχών», αλλά και η αρχή εκείνη που οι περισσότεροι τείνουν να ξεχνούν όταν «περιμένουν οι συνάνθρωποί τους να σκέφτονται και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με πρότυπα που ενδέχεται να ικανοποιούν τον νο- μοθέτη, ή να εξυπηρετούν τα ιδεώδη σύμφωνα με τα οποία οι συγκεκριμένοι νόμοι έχουν φτιαχτεί, αλλά τα οποία δεν είναι κατάλληλα για όλους τους πραγματικούς ανθρώπους που προσπαθούν να ζήσουν υπό την ισχύ τους». Ο Κίνσεϋ κατέδειξε ότι ενώ «ενδέχεται οι κοινωνικές συμβάσεις, οι νομικές απαγορεύσεις και οι ηθικοί κώδικες να αποτελούν, όπως υποστηρίζουν οι κοινωνικοί επιστήμονες, την κωδικοποίηση της ανθρώπινης εμπειρίας», δεν παύουν να έχουν, όπως όλες οι στατιστικές και πληθυσμιακές γενικεύσεις, «μικρή σημασία όταν εφαρμοστούν σε μεμονωμένα άτομα» (Christenson 1971, σ. 6). Οι νόμοι αυτοί μας λένε περισσότερα για τους νομοθέτες παρά για την ανθρώπινη φύση:
Οι κανονισμοί δεν είναι παρά δημόσιες εξομολογήσεις εκείνων που τους διατυπώνουν. Αυτό που ενδέχεται να είναι σωστό για ένα άτομο μπορεί να είναι κακό για ένα άλλο. Αυτό που είναι αμαρτία και απεχθές για κάποιον μπορεί να αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ζωής του διπλανού του. Το εύρος της ατομικής ποικιλομορφίας, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι είναι γενικά κατανοητό. Ορισμένα από τα δομικά χαρακτηριστικά των εντόμων μου διαφέρουν ακόμα και κατά 1200%. Σε κάποια μορ- φολογικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι βασικά για την ανθρώπινη συμπεριφορά που μελετώ, η διαφορά φτάνει το 12.000%. Ωστόσο, οι κοινωνικές συμβάσεις και οι ηθικοί κώδικες είναι διαμορφωμένοι σαν να ήταν όλοι οι άνθρωποι πανομοιότυποι. Κρίνουμε, επιβραβεύουμε και τιμωρούμε, χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν τις ποικίλες δυσκολίες που ανακύπτουν όταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους άτομα αντιμετωπίζουν ομοιόμορφες απαιτήσεις. (Christenson 1971, σ. 7)
Τα συμπεράσματα του Κίνσεϋ είναι δυνατόν να εφαρμοστούν και σε ό,τι αφορά τις φυλές. Πώς είναι δυνατόν να ταξινομούμε τους «Μαύρους» ως «ελευθερίων ηθών» ή τους «Λευκούς» ως «ευφυείς», όταν οι ίδιες οι κατηγορίες —Λευκός και Μαύρος, ελευθεριότητα και ευφυΐα— περιγράφονται καλύτερα ως συνεχή και όχι ως διακριτά μεγέθη; «Η διχοτομική ποικιλότητα αποτελεί εξαίρεση, ενώ η συνεχής ποικιλομορφία είναι ο κανόνας, τόσο στους ανθρώπους όσο και στα έντομα», ήταν το τελικό συμπέρασμα του Κίνσεϋ. Παρομοίως, και στη συμπεριφορά αναγνωρίζουμε το σωστό και το λάθος «χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν τις αναρίθμητες παραλλαγές δυνατών συμπεριφορών που υφίστανται μεταξύ της απόλυτα λανθασμένης και της απόλυτα σωστής». Με αυτό ως δεδομένο, η ελπίδα για την πολιτισμική εξέλιξη, όπως και για τη βιολογική εξέλιξη, εξαρτάται από την αναγνώριση της ποικιλομορφίας και της ατομικότητας: «Αυτές οι ατομικές διαφορές αποτελούν τα υλικά με τα οποία η φύση επιτυγχάνει την πρόοδο, την εξέλιξη στον οργανικό κόσμο. Στις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων έγκειται η ελπίδα μιας κοινωνίας που αλλάζει» (Christenson 1971, σ. 8-9).
Μ.Shermer