Στην ευρέως διαδεδομένη τάξη των Σαρκοφάγων, η οικογένεια των Κυνοειδών (Canidae) εμφανίζεται ως μια από τις καλύτερα μελετημένες ομάδες ζώων. Μεσαίου μεγέθους κυνοειδές, το χρυσό ή κοινό τσακάλι (Canis aureus) έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του γένους Canis μεταξύ των κοντινότερων συγγενών του, το γκρίζο λύκο, το κογιότ και το σκύλο. Αποτελεί το είδος τσακαλιού με την ευρύτερη εξάπλωση σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία, σε αντίθεση με τα άλλα δύο είδη τσακαλιών (C. mesomelas και C. adustus) που περιορίζονται στην αφρικάνικη ήπειρο. Μέχρι σήμερα έχουν διακριθεί 14 υποείδη σε όλη του την επικράτεια, με το Canis aureus moreoticus να είναι αυτό που απαντάται στη ΝΑ Ευρώπη, τη Μικρά Ασία και τον Καύκασο (Jhala & Moehlman 2004).
Τα ενήλικα τσακάλια έχουν μήκος από την άκρη του ρύγχους ως την ουρά 80-120 cm και ύψος ώμου 35-70 cm ανάλογα με το φύλο. Η διαφορά στο σωματικό βάρος που κυμαίνεται από 8-13kg, υπολογίζεται σε περίπου 12%, με το αρσενικό να είναι βαρύτερο. Το χρώμα του τριχώματος ποικίλει ανάλογα με την περιοχή και την εποχή, το βασικό όμως είναι χρυσό-καφετί, με σκουρόχρωμη πλάτη, μίξη μαύρου-γκρι και καφέ και ανοιχτόχρωμη κοιλιά, συνήθως πυρόξανθη ή λευκή. Η ουρά του είναι σχετικά κοντή, όχι ιδιαίτερα φουντωτή, με μαύρη άκρη, που την κρατάει ανάμεσα στα πόδια του όταν τρέχει. Τα ζώα αλλάζουν τρίχωμα δύο φορές το χρόνο, μία την άνοιξη και μία το φθινόπωρο.
Αναπαραγωγή
Στο βόρειο ημισφαίριο η αναπαραγωγική περίοδος των τσακαλιών είναι συνήθως Φεβρουάριο-Μάρτιο. Τα θηλυκά είναι κατά κανόνα μονοοιστρικά, πλην σπανίων εξαιρέσεων. Η κύηση διαρκεί περίπου 63 ημέρες και καταλήγει στη γέννηση 1-9, αλλά συνήθως 4-6 μικρών στα τέλη της άνοιξης, δηλαδή την περίοδο των ευνοϊκότερων καιρικών συνθηκών και της μεγαλύτερης αφθονίας τροφής. Τα μικρά ανοίγουν τα μάτια τους 9-10 ημέρες μετά τη γέννηση και παραμένουν στην υπόγεια φωλιά για τρεις τουλάχιστον εβδομάδες. Τότε αρχίζουν να λαμβάνουν τροφή που εξεμούν τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης, ενώ απογαλακτίζονται στην ηλικία των 8-9 εβδομάδων. Σε αυτό το διάστημα μετακινούνται ανάμεσα σε 2-4 φωλιές, ενώ 3-4 εβδομάδες μετά τον απογαλακτισμό είναι πλέον αρκετά ανεπτυγμένα, ώστε να αρχίσουν να ακολουθούν τους γονείς τους στο κυνήγι. Η σεξουαλική ωριμότητα για τα θηλυκά επέρχεται στην ηλικία των 11 μηνών, ενώ τα αρσενικά ωριμάζουν λίγο αργότερα, μόλις ξεπεράσουν το 2ο έτος της ηλικίας τους, ωστόσο συνήθως καθυστερούν την αναπαραγωγή. Τα τσακάλια σε αιχμαλωσία ζουν έως και 16 χρόνια, εντούτοις στο φυσικό τους περιβάλλον εκτιμάται ότι η μέγιστη ηλικία προσεγγίζει τα 13 έτη (Jhala & Moehlman 2004).
Ηθολογία
Η κοινωνική οργάνωση του τσακαλιού παρουσιάζεται αρκετά ευέλικτη, σε άμεση σύνδεση με την κατανομή και τη διαθεσιμότητα των τροφικών πηγών. Η βασική κοινωνική μονάδα απαρτίζεται από το κυρίαρχο, αναπαραγόμενο ζεύγος, που μπορεί να συνοδεύεται από τα μικρά της ίδιας χρονιάς, καθώς και τα νεαρά άτομα-βοηθούς που γεννήθηκαν προηγούμενες χρονιές. Το σύνηθες μέγεθος ομάδας είναι 3-5 ζώα, ωστόσο έχει αναφερθεί ομάδα 20 ατόμων σε συνθήκες αφθονίας τροφικών πηγών (Macdonald 1979). Το σύστημα ζευγαρώματος είναι αυστηρά μονογαμικό και το σύστημα οργάνωσης, συνεργατικό: το κυνήγι, η σήμανση και η υπεράσπιση της χωροκράτειας, η φροντίδα των νεογνών και η αλληλοπεριποίηση είναι δραστηριότητες που μοιράζονται εξίσου τα δύο μέλη του ζευγαριού. Οι δεσμοί του ζευγαριού είναι μακρόχρονοι και ιδιαίτερα ισχυροί. Τα νεαρά τσακάλια μόλις ενηλικιωθούν, έχουν την επιλογή είτε να παραμείνουν στη χωροκράτεια των γονέων τους για 6-8 μήνες επιπλέον, βοηθώντας την ομάδα και στερούμενα της δικής τους αναπαραγωγής, είτε να φύγουν, αναζητώντας ένα ταίρι και μια νέα περιοχή όπου θα εγκαταστήσουν τη χωροκράτειά τους. Το μέγεθος της χωροκράτειας ποικίλει συνήθως από 1.1-20 τετρ.χλμ., ανάλογα με τη διαθεσιμότητα και την κατανομή των τροφικών πηγών (Macdonald 1979). Στην Αιθιοπία έχει καταγραφεί η μεγαλύτερη χωροκράτεια για το τσακάλι που φτάνει τα 64,8 τετρ. χλμ. (Admasui et al. 2004), ενώ στην Ελλάδα δεδομένα από την περιοχή της Φωκίδας δείχνουν ότι κυμαίνεται μεταξύ 2,2-15 τετρ. χλμ. (Giannatos & Legakis 2003)
Οικολογία
Το τσακάλι δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από το ενδιαίτημά του, ιδιότητα που του επιτρέπει να προσαρμόζεται σε ποικιλία ενδιαιτημάτων και τροφικών πηγών. Έχει βρεθεί σε ημι-ερήμους, χορτολιβαδικές εκτάσεις, σαβάνες, αραιά δάση, καλλιέργειες και ημιαστικές περιοχές. Φραγμοί στην εξάπλωσή του μπορούν να αποτελέσουν τα βουνά, με ψηλά και πυκνά δάση, οι καλυμμένες με χιόνι περιοχές, οι εκτεταμένες καλλιέργειες χωρίς παροχή κάλυψης, οι μεγάλες αστικές περιοχές και οι εγκατεστημένες χωροκράτειες λύκων. Στην Ασία έχουν αναφερθεί πυκνότητες 1-2 τσακαλιών/ τετρ. χλμ. ενώ στην αφρικάνικη ήπειρο φτάνουν ακόμα και τα 4 ζώα/ τετρ. χλμ.. Η ικανότητά του αυτή να ζει σε υψηλές πυκνότητες σημαίνει πως η απαιτούμενη έκταση που δύναται να συντηρήσει έναν ελάχιστο, βιώσιμο πληθυσμό, μπορεί να είναι μικρή, πλεονέκτημα ιδιαίτερα καθοριστικό έναντι μεγαλύτερων σαρκοφάγων που απαιτούν πολύ μεγαλύτερες περιοχές, προκειμένου να επιβιώσουν (Jhala & Moehlman 2004).
Παρά τη κατάταξή τους στα σαρκοφάγα, τα τσακάλια είναι ουσιαστικά παμφάγα, εμφανίζοντας μάλιστα οπορτουνιστική συμπεριφορά, ανάλογα με την εποχή και το ενδιαίτημα. Τροφικές αναλύσεις έχουν δείξει ότι καταναλώνουν φρούτα και γενικώς φυτικό υλικό, ασπόνδυλα, ερπετά, αμφίβια, πουλιά και μικρά θηλαστικά, κυρίως τρωκτικά. Το τελευταίο καθιστά την παρουσία τους πολύ σημαντική στις αγροτικές περιοχές, καθώς ελέγχουν τον πληθυσμό των τρωκτικών, που είναι ζημιογόνα για τις καλλιέργειες. Τροφικές αναλύσεις μάλιστα σε Ινδία (Mukherjee et al. 2004), Ουγγαρία (Lanszki & Heltai 2002) και Ισραήλ (Yom-Tov et al. 1995) έδειξαν πως τα ζώα βασίζονται ουσιαστικά στα τρωκτικά, εφόσον καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της δίαιτάς τους. Το τσακάλι έχει χαρακτηριστεί επίσης ως “καθαριστής” της φύσης, αφού μεγάλο μέρος της δίαιτάς του απαρτίζεται από πτώματα ζώων και σκουπίδια. Στην Ινδία το 32% της δίαιτάς του βασίζεται σε οικόσιτα βοοειδή που απορρίπτονται σαν πτώματα περιφερειακά των χωριών (Aiyadurai & Jhala 2006). Η θηρευτική του δραστηριότητα είναι καιροσκοπική και εντοπίζεται σε νεαρά ζώα, αδύναμα ή γέρικα, ενώ στοιχεία από το αφρικάνικο τσακάλι δείχνουν πως δεν αλλάζει την οπορτουνιστική του συμπεριφορά ακόμα και σε συνθήκες άφθονης λείας (Atkinson et al. 2002). Δεν είναι σπάνιες αλλά συνήθως μικρής έκτασης, οι επιθέσεις σε οικόσιτα ζώα, κυρίως κότες, μικρά πρόβατα, κατσίκια και μοσχάρια. Οι ζημιές σε καλλιέργειες είναι σποραδικές, και αφορούν κυρίως σε αμπέλια, ελιές, σιτηρά και οπωροκηπευτικά.
Κοινωνική συμπεριφορά
Τα τσακάλια είναι ενεργά κυρίως το βράδυ, ιδιαίτερα σε περιοχές με έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Στη διάρκεια της μέρας παραμένουν συνήθως κρυμμένα, εκτός και αν η απαραίτητη κάλυψη συνδυάζεται με μειωμένη ανθρώπινη παρουσία, οπότε εξορμούν προς αναζήτηση τροφής. Οι αποστάσεις που διανύουν ποικίλουν, ωστόσο δεν είναι μεγάλες και ενδεικτικά σε περιοχές της Ινδίας φτάνουν τα 6,8 χλμ (Aiyadurai & Jhala 2006). Η βραδινή τους δραστηριότητα ξεκινά μετά τη δύση του ήλιου και σηματοδοτείται από την εκφώνηση ουρλιαχτών, μια δραστηριότητα με ιδιαίτερο ρόλο στην κοινωνική οργάνωση τους. Μέσω των ουρλιαχτών, τα τσακάλια κυρίως διακηρύσσουν τη χωροκράτειά τους, αποφεύγοντας τις άμεσες συγκρούσεις με γειτονικές ομάδες, επισημαίνουν την παρουσία κινδύνου ειδοποιώντας τα μικρά να προφυλαχτούν, απειλούν πιθανό εισβολέα και εκφράζουν υποτέλεια ή κυριαρχία.
Παρατηρήσεις στο πεδίο έχουν δείξει πως η σχέση του τσακαλιού με τα υπόλοιπα κυνοειδή είναι μάλλον ανταγωνιστική. Έχει διαπιστωθεί πως η παρουσία του λύκου δρα περιοριστικά στην κατανομή του τσακαλιού στη Βαλκανική χερσόνησο (Giannatos 2004), ενώ η παρουσία και η μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα τσακαλιών μπορεί να ασκήσει περιοριστική επίδραση στους πληθυσμούς των αλεπούδων (Scheinnin et al. 2006, Szabo et al. 2009). Στη νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη νότια Πελοπόννησο παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού των αλεπούδων σε περιοχές που τα τσακάλια είχαν αποδεκατιστεί (Giannatos 2004). Αντίθετα, τα αγριόσκυλα αν και συνυπάρχουν στις περιοχές εξάπλωσης των τσακαλιών, φαίνεται να απομακρύνουν τα τσακάλια τοπικά, όταν τα εντοπίσουν.
Κατανομή
Το χρυσό τσακάλι εμφανίζει παγκοσμίως μια τεράστια εξάπλωση, που εκτείνεται στη Β και ΒΑ Αφρική, στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής, κεντρικής και νότιας Ασίας, ενώ εικάζεται πως πέρασε, μέσω της αραβικής χερσονήσου, στην Τουρκία και από εκεί εποίκισε τον Ευρωπαϊκό χώρο.
Εικ. 2. Παγκόσμια εξάπλωση των πληθυσμών του τσακαλιού Canis aureus (IUCN) |
Τα Βαλκάνια φιλοξενούν το μεγαλύτερο πληθυσμό της Ευρώπης, με κύρια χώρα εξάπλωσης τη Βουλγαρία με πληθυσμό περίπου 5000 ζώα (Spiridonov & Spassov 1998), και τη Ρουμανία να ακολουθεί. Ικανοί πληθυσμοί φιλοξενούνται επίσης στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, ενώ στην Αλβανία η εξάπλωση εντοπίζεται κατά μήκος της ακτογραμμής. Στη Σερβία μόνο δύο περιοχές συντηρούν μόνιμους πληθυσμούς, που δείχνουν τάσεις διασποράς προς δυτικά και ΒΔ (Milenkovic & Paunovic 2003) ενώ στη γειτονική Π.Γ.Δ.Μ. εκτιμάται πως το τσακάλι έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Περιπλανώμενοι πληθυσμοί έχουν εμφανιστεί επίσης σε Ιταλία, Σλοβενία, Αυστρία, Ουγγαρία και Σλοβακία (Krystufek et al. 1997).
Το τσακάλι στην Ελλάδα
Στον Ελλαδικό χώρο το τσακάλι συγκαταλεγόταν στα «επιβλαβή είδη» μέχρι το 1990, και οι πληθυσμοί του δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα από την επικήρυξη που ίσχυε την περίοδο 1974-1981, όταν πάνω από 7.000 ζώα θανατώθηκαν. Η ίδια πολιτική είχε ακολουθηθεί σε
χώρες της ανατολής αλλά στις περισσότερες από αυτές τα τσακάλια ανέκαμψαν, φτάνοντας μέσα σε 20 χρόνια τα προηγούμενά τους επίπεδα (Yom-Tov 2003). Στη χώρα μας ο πληθυσμός τους, όχι μόνο δεν κατάφερε να ανακάμψει αλλά αντίθετα δείχνει εμφανείς μειωτικές τάσεις. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την κατάσταση και την εξάπλωση του είδους προέρχονται από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το WWF Ελλάς την περίοδο 2000-2002 (Giannatos 2004). Ο ελάχιστος συνολικός πληθυσμός που καταγράφηκε σε όλη τη χώρα ανέρχεται σε περίπου 1.000 άτομα, ενώ πλέον η κατανομή του τσακαλιού εμφανίζεται γεωγραφικά ασυνεχής και κατακερματισμένη και εντοπίζεται σε επτά διαχωρισμένες υποπεριοχές, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, και ενώ το τσακάλι συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα στα κινδυνεύοντα ζώα της ελληνικής πανίδας (Γιαννάτος 2009), δεν θεωρείται προστατευόμενο είδος αλλά ούτε και θηρεύσιμο από την ελληνική νομοθεσία ενώ δεν εξασφαλίζεται κάποιο καθεστώς προστασίας του από την ΕΕ, εφόσον δεν είναι είδος προστασίας κατά προτεραιότητα (Παράρτημα V, Οδηγία 92/43/ΕΟΚ).