Τα παιχνίδια της παράδοσης ξεπερνούν συχνά τα μαγικά ραβδιά του Χόλιγουντ. Αυτή την ιστορία την άκουσα για το Φωτεινό (Άρτας) αλλά κυκλοφορεί σε παραλλαγές γενικά στα Τζουμέρκα.
«Στο Φωτεινό ήταν κάποτε σαράντα βλάχοι, που έβοσκαν τα κοπάδια τους σε διάφορες περιφέρειες του χωριού. Την ίδια εποχή πίστευαν οι Φωτεινιώτες ότι σε μια τοποθεσία της περιοχής του χωριού τους συγκεντρώνονταν τα βράδια οι διάβολοι! Η τοποθεσία αυτή, που βρίσκεται μέσα σε μια βαθιά ρεματιά, λέγεται σήμερα Παλιόμυλος, επειδή υπήρχε παλιότερα σ’αυτή ένας νερόμυλος. Επειδή λοιπόν πιστεύονταν ότι μαζεύονταν εκεί τα βράδια οι διάβολοι, κανένας δεν περνούσε από αυτή τις νύχτες εκτός και ήταν με άλλους μαζί. Οι βλάχοι, γνωρίζοντας ότι κανένας δεν τολμούσε να πάει σ’αυτή νύχτα, είπαν ένα βράδυ σε μια συζήτηση που είχαν μεταξύ τους, καθώς και άλλους συγχωριανούς τους: Ποιος πηγαίνει στον Παλιόμυλο να ψήσει μια πρατίνα νύχτα και να μας τη φέρει, θα του δώσουμε σαράντα ζγουρομίλιαρες, από μια ο καθένας μας. Ζγουρομίλιαρες είναι αρνάδες ενός ως δύο χρονών. Ένας τσοπάνος, που ήταν στην παρέα τους και που δεν είχε δικά του πρόβατα – ήταν ρογιασμένος στους ίδιους – πετάχτηκε και τους είπε: Εγώ θα πάω. Σίγουροι αυτοί ότι δε θα το αποτολμούσε αυτό τελικά, του έδωσαν μια πρατίνα και του είπαν πήγαινε να την ψήσεις. Ο τσοπάνος πήγε στη ρεματιά αυτή άφοβα, άναψε φωτιά, έσφαξε την πρατίνα και όταν έπεσε θράκα, άρχισε να την ψήνει. Σε λίγο, παρουσιάστηκε μπροστά του ένας διάβολος με μια βέργα μπακα- κάκια – βατράχους δηλ. – και άρχισε και αυτός να τη στριφογυρίζει από την άλλη πλευρά της φωτιάς, για να ψηθούν… Ο τσοπάνος, παρ’ όλο που είχε μπροστά του το διάβολο, συνέχισε να γυρίζει τη σούβλα του χωρίς φόβο. Ο διάβολος όμως άρχισε να τον ενοχλεί. Κάθε τόσο ρωτούσε: Πώς σε λένε; Ο τσοπάνος του απαντούσε: «Εγώ κι ο εαυτός μου». Δεν του έλεγε το όνομά του, γιατί ήξερε ότι θα του έπαιρνε μετά τη φωνή…
Ο διάβολος που συνέχισε να τον ρωτάει πώς τον λένε, του έλεγε από κάποτε και τα εξής: Το δικό σου τσιουτσιουρίζει, το δικό μου τσιάκα-τσιάκα! Το δικό του ψητό δηλ. τσιουτσιουρίζει, επειδή έλιωνε το λίπος, ενώ τα μπακακάκια τα δικά του έσκαζαν και έκαναν τσακ-τσακ.
Ο τσοπάνος τ’άκουγε αυτά, αλλά δεν απαντούσε. Όταν τελείωσε το ψήσιμο της πρατίνας, μη αντέχοντας άλλο τις ενοχλήσεις του διαβόλου, άρπαξε από τα χέρια του τη βέργα με τα μπακακάκια που ζεμάταγαν και τον χτύπησε μ’αυτή στο σβέρκο πολύ δυνατά! Φορτώθηκε έπειτα τη σούβλα με την ψημένη πρατίνα και πήρε τον ανήφορο για το χωριό. Ο διάβολος, που είχε ζεματιστεί στο σβέρκο, άρχισε να τρέχει μέσα στη ρεματιά φωνάζοντας. Τρέχοντας, έπεσε πάνω σ’ ένα μπουλούκι διαβόλων… Ήταν μαζί τους και ο αρχηγός τους ο κουτσός. Μόλις είδαν τα χάλια του, τον ρώτησαν: Ποιος σ’ έκαμε έτσι μωρέ… – «Εγώ κι’ ο εαυτός μου», τους αποκρίθηκε αυτός.
Οι διάβολο τα έχασαν αλλά ο αρχηγός τους κατάλαβε τι είχε γίνει. «Τρέξτε γρήγορα να τον προλάβετε πριν φτάσει στο χωριό… Αμέσως οι διάβολοι ξεκίνησαν τρέχοντας ενώ αυτός σαν κουτσός που ήταν, τους ακολούθησε σιγά-σιγά. Ο τσοπάνος, καθώς ανηφόριζε γρήγορα, είχε καταλάβει ότι θα τον κυνηγούσαν οι διάβολοι να τον πιάσουν, επειδή είχε χτυπήσει το σύντροφο τους. Ήταν όμως πανέξυπνος και βρήκε τον τρόπο να τους καθυστερήσει… Ήταν δηλ. στα τερτίπια περισσότερο διάβολος από αυτούς.
Ακούστε τι σοφίστηκε και έκαμε. Στα μισά περίπου του δρόμου υπήρχε ένα αλώνι, που είχε ακόμα στο κέντρο του τον ξύλινο στύλο από τον οποίο δένουν τα άλογα, όταν αλωνίζουν και που οι χωρικοί τον λένε στίαρο. Μόλις έφτασε στο αλώνι αυτό, πήρε μια βοδινή κοπριά και την έβαλε στην κορυφή αυτού του πάσσαλου!… Οι διάβολοι, που έτρεχαν να τον πιάσουν, όταν έφτασαν στο αλώνι και την είδαν, τόσο πολύ είχαν εκπλαγεί, που σταμάτησαν και άρχισαν να λένε: Μωρέ, τι βόδι να ήταν αυτό που κόπρισε εδώ πάνω… Πω, πω, πω, έλεγαν άλλοι, πόσο μεγάλο να’ταν… Άλλοι πάλι έλεγαν: πού να ‘ναι μωρέ αυτό το βόδι να το δούμε… Εκεί που έλεγαν αυτά, έφτασε ο αρχηγός τους ο κουτσός, ο οποίος βλέποντάς τους να στέκονται στο αλώνι, τους είπε θυμωμένος: Τι κάνετε μωρέ αυτού, ο ίδιος έβαλε την κοπριά πάνω στον πάσσαλο επίτηδες για να σας καθυστερήσει, τρέξτε να τον προλάβετε…
Νευριασμένοι τότε οι διάβολοι άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο τσοπάνος μόλις είδε ότι τον κοντόφτασαν, έριξε χάμω μια σακούλα αλάτι. Η σακούλα όμως δεν ήταν όπως οι συνηθισμένες. Δεν ήταν κομμένη με ψαλίδι ούτε και ραμμένη με βελόνι. Οι διάβολοι που τη βρήκαν τόσο πολύ παραξενεύτηκαν, που σταμάτησαν πάλι και άρχισαν τη συζήτηση. Προσπαθούσαν συγκεκριμένα να μαντέψουν τον τρόπο της
κατασκευής της. Εκεί όμως που την περιεργάζονταν έφτασε ο κουτσός, που τα ήξερε όλα και τους είπε:
Οι βλάχισσες μωρέ την έπλεξαν με βελόνες και ο ίδιος την έριξε για να σας καθυστερήσει πάλι, τρέξτε μήπως και τον προλάβετε. Μανιασμένοι έπειτα αυτοί ξανάρχισαν το τρέξιμο. Μόλις τον πλησίασαν όμως- και ήταν λίγο πιο κάτω από το χωριό – λάλησε ο κόκκοτος και σταμάτησαν.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις, όταν λαλούσαν τα κοκκότια την ώρα που κόντευε να φέξει, οι διάβολοι έφευγαν. Ο κουτσός που έφτασε ύστερα από λίγο τους είπε πάλι θυμωμένα: Τι στέκεστε μωρέ, ο κόκκοτας που λάλησε ήταν μαύρος – τον είχαν για δικό τους αυτόν τον κόκκοτο – τρέξτε να τον πιάσετε. Τρέχουν πάλι οι διάβολοι, αλλά μόλις έφτασαν παραπάνω λάλησε έπειτα ο άσπρος ο κόκκοτας και σταμάτησαν το κυνηγητό…
Ύστερα από λίγο ο τσοπάνος μπήκε στο χωριό με τη σούβλα στον ώμο, την οποία παρέδωσε στους βλάχους καμαρώνοντας για τον άθλο του. Αυτοί, όπως είχαν υποσχεθεί, του έδωσαν από μια ζγουρομίλιαρη. Έτσι, έφτιασε και ο τσοπάνος δικό του κοπάδι».