ΤΙ ΜΠΥΡΕΣ ΣΤΑ ΣΤΙΒΑΡΑ ΤΟΥ ΜΠΡΑΤΣΑ! Ο καργιόλης είχε και σιξ πακ, δύο σε κάθε χέρι. Με τις 24 μπύρες σκόπευε να τη μεθύσει και να εκμεταλλευτεί το παρηκμασμένο αλλά επαρκώς σοβατισμένο κορμί της…
Η μυρωδιά της παραψημένης βύνης στην ανάσα του την έκανε να λιώνει από πόθο για Λίστεριν, το λιοκαμένο και ιδρωμένο κορμί του κολλούσε πάνω στο δικό της, λεκιάζοντας ανεξίτηλα με καροτέν το μεταξωτό της μεσοφόρι.
Όμως όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία για εκείνον… Στο εδώ και το τώρα που τους ένωνε, με τις κύστες γεμάτες απ’ τις μπίρες και το κεφάλι γεμάτο από έρωτα, πάθος και την αναπόφευκτη ερώτηση: Να κατουρήσω πριν τη γαμήσω -με τον πόνο που συνεπάγεται- ή να πάω να ξαλαφρώσω διακινδυνεύοντας να χάσω την κατουρόκαυλα;
Όλη αυτή η σκέψη συμπυκνώθηκε σε ένα θλιμμένο βλέμμα που η ανήσυχη ματιά της το συνέλαβε, του απήγγειλε τις κατηγορίες (σηκωμένο καπάκι λεκάνης, πιτσιλιές από ούρα στο εμαγέ, καφέ υπολείμματα στο πιγκάλ) και το παρέπεμψε στον A’ τακτικό εισαγγελέα για ανάκριση.
Τα μισάνοιχτα χείλη του μόλις που άφησαν να ξεφύγει ένα “γλιμπ”, ίδιο με εκείνο που ξεφεύγει στον Ντόναλντ Ντακ όταν συνειδητοποιεί ότι ένα υπερωκεάνειο έχει προσγειωθεί στο πόδι του και το μόνο που μένει είναι το σήμα του πόνου να φτάσει στον εγκέφαλο.
Και τότε, ξαφνικά, με μία κίνηση (αρασέ), τη σήκωσε ψηλά, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο της Βουλγαρίας, κι έπειτα την πέταξε κάτω, πιάνοντας το λαιμό του απ’ όπου προεξείχε κάτι…
Πίσω απ’ την κουρτίνα, ο Βασίλι Κλασίμοφ-Ταρχίδεφ, συνειδητοποίησε ότι αντί για δηλητήριο, είχε ποτίσει το βελάκι με LSD που είχε μείνει από εκείνη την εκδρομή στο Πλόβντιβ…
Η συνέχεια στα βιβλιοπωλεία. Έρωτας, ούρηση, μυστήριο, σκάλισμα μύτης, διεθνείς κατάσκοποι, τα πάντα όλα. Μην το χάσετε.
(Δεν είναι δικό μου το απόσπασμα, ούτε ο τίτλος. Αλλά αν θέλει να με μηνύσει λόγω συνωνυμίας κάποια συγγραφέας παρομοίου στυλ, εδώ είμαστε να το διασκεδάσουμε.)