4.10 το πρωί. Αυτή η πόλη όχι απλώς δεν κοιμάται αλλά τρέχει και σαν τρελή. Περνάω την στροφή του Μεγάρου – εκεί που κάνουν έργα – στη δεξιά λωρίδα πίσω από κάτι τρελαμένους ταξιχτήδες. Φανάρι. Μποτιλιάρισμα. Δεν είναι δυνατόν. Κάτι με φώτα ομίχλης στους καθρέφτες μου, θα την κάνει, ναι βέβαια. Σφηνώνεται μια Integrale δεξιά και κολλάει στα αριστερά μιας Μ3 στο φανάρι πριν το «Αθήναιον». Εγώ δυο αυτοκίνητα πιο πίσω αναρωτιέμαι πως θα αποφευχθεί ένα κολωνάτο αυτοκρατορικό σε στήλο της ΔΕΗ εκεί στο διαχωριστικό όταν προσπαθήσουν να αποδείξουν ποιός είναι τελικά πιο γρήγορος και δούνε πόσο μικρή είναι η διαφορά. Η Lancia μπαίνει και φεύγει με σκούρο κόκκινο το φανάρι. Τέρμα το σασπένς. Η μπέμπα κάνει μια μικρή κολλιά χτυπώντας σχεδόν μια Κ1 που μάλλον δεν ήταν τόσο τρελαμένος τελικά. Ο άνθρωπος σπίτι του πήγαινε απλώς και βρέθηκε στην λάθος κόντρα.
Δεξιά το «Άνεσις». Κι άλλο φανάρι. Πορτοκαλί φως από πάνω, τα κόκκινα των φρένων, γυαλιστερά αυτοκίνητα, νέον από τα μαγαζιά. Ακόμα και ο δρόμος γυαλίζει, σα να τον φρεσκοπλύνανε προεκλογικά. Άρχισε να ζεσταίνει καλά ο άερας από το καλοριφέρ. Και εκλογές να’χαμε, εγώ ως φαντάρος από καμιά αφίσα θα το μάθαινα. Μπαίνω κάτω από την γέφυρα χωρίς να πλασάρομαι για ανταγωνισμό. Ούτε γκόμενα έχω δίπλα μου, ούτε βενζίνη για πέταμα σε τόση κίνηση. Που να ευχαριστηθείς οδήγηση εδώ μέσα. Ο ιδρώτας μου ζεσταίνει λίγο. Μυρίζω καπνίλα στα ρούχα μου. Μετά την στροφή του κολλεγίου κάνω ένα γερό ανέβασμα για να φύγω από τρεις ψιλοκολλημένους. Ίσως από την κούραση ξεχάστηκαν έτσι αγκαζέ στις τρεις λωρίδες.
Μόνος μου στις στροφές στα Σίδερα. Ωραία άσφαλτος, καλός φωτισμός και κάθε χοντροκομμένο γερμανικό χέρι που ακούμπησε το αυτοκίνητο κατά την παραγωγή του, σηκώνει ένα τεράστιο ποτήρι μπύρας στην υγειά μας τώρα που μπαίνουμε άνετοι με 150 γεμάτα στην δεξιά του «Υγεία» που είναι περιέργως άδεια. Λάστιχα ίσως…μπα τα κοίταξα χθες. Καμιά εικοσαριά αμάξια φεύγουν νωχελικά από το φανάρι. Μερικές ξενέρωτες σφήνες, μεγάλα κενά και περνάω σχεδόν χωρίς να φρενάρω με δυο-τρεις αλλαγές λωρίδας. Πράσινο το φανάρι μετά τον ΑΝΤ1.
Τα’χουν αλλάξει. Όλα αλλάζουν όταν είσαι μέσα. Νέα διαφημιστικά γύρω από τον Μαρινόπουλο. Ο Γιάννης είχε χαλαρώσει κάπως. Ωραία η κοπελιά. Απορώ γιατί δεν της την έπεσε. Καμιά φορά νιώθεις σα να είσαι μπρούμυτα στην άκρη του δρόμου με την μάπα χωμένη στο χακί καθώς περνάνε σαν ουράνια τόξα ολόκληρα καρναβάλια. Άκουσα για εκδρομές, καινούργιες δουλειές, σπουδές, διάφορα σχέδια. Τα κρύβουν στους γιακάδες τους από ευγένεια και αλλάζουν το θέμα όταν καταλαβαίνουν ότι ο για κάνα χρόνο ακόμα και ο υπερπρόθυμος και οργανωτικός Αλέξης είναι αναγκαστικά εκτός. «Ίσως σε καμιά άδεια…» «Εκεί στην Ξάνθη, θα έρθουμε καμιά φορά…» «Είναι και το Παρθένο δάσος, να μας το δείξεις…» Γουαι νοτ. Χαλαρά.
Στα φανάρια Αμαρουσίου πάω ήρεμα μην κολλήσω, αλλά στην αριστερή ευχαριστιέμαι την ροπή. Ούτε λουκάνικα Φρανκφούρτης ούτε κασόνια γερμανικές μπύρες κουβαλάω και το αμάξι το νιώθω ευχάριστα ελαφρύ. Μια παρέα με παπιά έχει σταματήσει στο βενζινάδικο και με κοιτάνε καθώς περνάω θεαματικά. «Καλό κουράγιο» μου λένε καμιά φορά γνωστοί και άγνωστοι. «Καλό κουράγιο σε εσάς, εγώ διακοπές είμαι» απαντάω. Όλα αλλάζουν κι εγώ κάθομαι στη σκοπιά, παίζω τον στρατιώτη, κάνουμε βλακείες, δάση και ευκαιρίες χάνονται, γνώσεις μπαγιατεύουν. Αλλάζω σταθμό. Jazz fm, klik fm, τρίτο –παράσιτα-, Rock fm βέβαια. Ψιλοξενέρωτο τυρί ροκ. Από την άλλη βέβαια ακόμα και έτσι μαθαίνω πολλά αυτόν τον καιρό.
Αυτά που δεν αλλάζουν. Έξω από τον ρυθμό της πόλης. Οι γραμμές περνάνε σαν σφαίρες πολυβόλου κάτω απ’τις ρόδες μου, τα φώτα καθρεφτίζονται στο παρμπρίζ. Κατέβασμα σε Τρίτη, περνάω την Κηφισιά λίγο προσεκτικά. Κόσμος παντού. Κάποιος σκέφτεται να προσπεράσει και με κλείνει. Τους παίρνω και τους δυο όσο το σκέφτονται και μπαίνω άνετα πριν την στροφή της ΒΡ και το μπατσατζίδικο που συχνά έχει μπλόκο δεξιά κύριος. Επική μουσική. Πέμπτη, Τετάρτη, σκέφτομαι με τις ταχύτητες. Κι άλλη προσπέραση. Βγαίνω. Ένας γελοίος με μηχανάκι προτιμάει τα σβηστά φώτα σαν μέθοδο αυτοκτονίας. Χάθηκε το ξυραφάκι στις φλέβες στην μπανιέρα ρε φίλε; Κάνω μέσα. Ας τον καθαρίσει άλλος, άλλη φορά. Μπαίνω αναγκαστικά πίσω από έναν κοιμισμένο που πάει με σαράντα.
Έτσι αναγκαστικά. Σα μια διπλή διαχωριστική σε μονόδρομο με κίνηση περιμένεις αργά αργά να περάσει η θητεία. Με καλή μουσική ή κουβέντα με φίλους περνάει ευχάριστα. Άλλες φορές αποβλακώνεσαι και δεν σκέφτεσαι τίποτα. Ή πάει γύρω γύρω η ίδια σκέψη στο μυαλό σου, σαν αυτοκίνητο που ψάχνει θέση για παρκάρισμα μεσημέρι καθημερινής στην Κυψέλη. Προσπερνάω στο «Κουτούκι» εκεί στο άνοιγμα, λίγο γρήγορα μην μου έρθει κανένας γλεντζές από την άλλη. Περνάω την άδεια Ερυθραία και τις αναμνήσεις όλων των ταξί που βγαίνουν σα θεοί από την πιάτσα τους χωρίς να κοιτάξουν, εφημεριδοφόρων που κοντροστέκονται στη μέση του δρόμου χαζεύοντας το πρωτοσέλιδο και αυτών των μυστήριων παλιών μικρών ιαπωνέζικων αυτοκινήτων που κάνουν μανούβρες τις οποίες κανείς δεν καταλαβαίνει.
Καστρί, Εκάλη, ηρεμούν τα πράγματα. Ίσως μαθαίνω πράγματα αλλιώτικα, ίσως κάτι ωριμάζει μέσα μου. Πέμπτη και cruising. Άδειος ο δρόμος. Καιρό έχω να τρακάρω. Δεν ταιριάζει αυτή η μουσική και έχω ξεμείνει από κασέτες. Φτάνω στον Νάρκισσο και ελέγχο το θερμόμετρο. Ένας βαθμός. Ήρεμα μην έχει πάγο. Δεν ελέγχω έτσι ήρεμα τις σκέψεις μου και τα αισθήματα πάντα, αλλά ως τώρα ευτυχώς πάει καλά. Αν κάτσει καμιά στραβή μεγάλη όμως, σαν μαύρος πάγος ή λάδι σε κλειστή στροφή, θα δούμε αν θα το κρατήσω στον δρόμο. Κόντα στο σπίτι μου μείον ένας βαθμός αλλά εδώ είναι ευθείες και ξέρω τον δρόμο και κάθε λακούβα του.
Το αφήνω στο γκαράζ , βάζω συναγερμό. Το ψυγείο και τα μέταλλα γουργουρίζουν σα να ξελαχανιάζουν χαρούμενα, σα Γερμανός στην κορυφή του Ολύμπου και σαν τους ήχους του πευκόδασους το καλοκαίρι. Ανεβαίνω τα σκαλιά. Όλα αλλάζουν. Ο κήπος κάπως παρατημένος μου φαίνεται. Τα σκυλιά θα με κοιτάξουν κουνώντας λίγο την ουρά αλλά σφιχτά κουλουριασμένα στο χαλί τους. Ένα χάδι στο κεφάλι και ξαναβυθίζονται σε ανήσυχα όνειρα με τεράστιες γάτες να τους κυνηγάνε σε ψυγείο. Ξεκλειδώνω την πόρτα. Ζέστη. Αυτό είναι το σπίτι μου.
Όλα αλλάζουν. Αλλά πατάω γερά.