Συνήθως μετά από μεγάλο ταξίδι ο άνθρωπος χρειάζεται χρόνο, χώρο και ύπνο για να μαζέψει τις σκέψεις του αλλά κυρίως να βάλει σε επανεκκίνηση το βιολογικό του ρολόι.
Κοιτάζοντας γύρω μας, οικίες μορφές αλλά και συνήθειες μπορούν να κάνουν αυτή τη διαδικασία άλλοτε ευκολότερη, μα άλλες φορές αβάσταχτη.
Να φέρουν στο μυαλό μνήμες που μας έσπρωξαν με βήμα γοργό να διπλώσουμε όλα τα κολλαριστά πουκάμισα, να τυλίξουμε τα ξυριστικά, να στριμώξουμε στο βάθος κάλτσες και εσώρουχα λίγο πάνω από τα φρεσκοσιδερωμένα κουστούμια περιμένοντας ευλαβικά μέχρι να ακουστεί το «κλατς» της βαλίτσας.
Είναι λίγες φορές, που μετά την επιστροφή πιάνεις τον εαυτό σου να είναι παρόν, αλλά μόνο σώματι, καθότι το πνεύμα ακόμα αγναντεύει εκείνο το βλέμμα που διέκρινε μέσα από το καπνό, εκείνες τις αποχρώσεις του ηλιοβασιλέματος στα μαλλιά της, το χαμόγελο σου την ώρα που έβλεπες να ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ στο ξενοδοχείο και έφευγες για βόλτα.
Είναι το ύστερα που με ιντριγκάρει τόσο, όσο να μην μου λείπουν εκείνα που με έκαναν χαρούμενο σε ένα ταξίδι. Εκείνο τα μαζεύει όλα και τα βάζει σε κουτάκια. Τα κάνει καφέ και κουβεντολόι με φίλους, φωτογραφίες στο κόσμο των social media και σπιτικό φαΐ της μαμάς.
Η καθημερινότητα μας, όμως, είναι πάντα εκεί και όπως έλεγε και ο Νίκος Παπάζογλου «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα ίδια μένουν».
Μέσα στη θολούρα να καταλάβεις ποιος είσαι και που πατάς, σε κυνηγάνε άνθρωποι και νούμερα που αν τους πετύχαινες στο δρόμο θα πάταγες γκάζι και ίσα που θα αχνόφεγγαν οι φιγούρες τους από το πίσω καθρέπτη.
Βέβαια λίγο να ξεχαστείς, δέκα λεπτά να χαζέψεις στη τηλεόραση και είσαι πάλι από εκεί πού ξεκίνησες εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό, που σε περίμεναν στη πόρτα, για να σε ξεπροβοδίσουν.
Εκεί που θέματα ανακυκλώνονται ποιο γρήγορα και από τον έλικα καθώς το αεροπλάνο ανεβαίνει και εσύ κοιτάς ψηλά μέχρι να χαθείς στα σύννεφα. Δύσκολο να αντιληφθείς τους γύρω σου όταν είσαι ακόμα στον αέρα και όλα φαίνονται τόσο μικρά για να σε αγγίξουν.
Κάτι που κάνω πάντα πριν πάρουν μπρος οι μηχανές, στα τραίνα πιο πολύ, είναι να βάζω το αυτί μου στο παράθυρο για να ακούσω τη μηχανή να θεριεύει πριν την αναχώρηση.
Μεγαλώνοντας στις αποβάθρες μαθαίνεις να ζεις με αυτόν τον ήχο λίγο πριν σε βάλει στις ράγες, στους δρόμους, στις θάλασσες, στους αιθέρες και σε πάει μακριά.
Μετράς ανάποδα τις στιγμές μέχρι να συγχρόνισες τη καρδία σου με εκείνη τη μεταλλική που χτύπα δυνατά στο γίγαντα, που φτιάχτηκε για να κάνει το όνειρο σου πραγματικότητα και έστω για λίγο να σε βγάλει από τη ρουτίνα.
Αυτόν τον χτύπο αναζητάς το πρωί στη δουλεία και το βράδυ στο σπίτι χαζεύοντας ανθρώπους στο πλαστικό κουτί να κάνουν θόρυβο με τα χείλη τους, προσπαθώντας μάταια να αρθρώσουν λόγο πολιτικό ή τουλάχιστο ενός πολίτη. Κάποιοι άλλοι τελευταία τα λένε τραγουδιστά αλλά μάλλον είναι παράφωνοι και τα ευαίσθητα ώτα μου δεν μπορούν καταλάβουν τι εννοούν.
Παλιά ποτέ δεν έκλεινα τα μάτια πριν το ταξίδι, απλά έπινα δύο γεμάτες γουλιές νερό, κόλλαγα το κεφάλι μου στο τζάμι και γούρλωνα τα μάτια προς το κενό.
Τελευταία, τα κρατάω κλειστά, γιατί κατάλαβα ότι όπου και να βρίσκομαι, είτε στο δρόμο είτε όχι, όταν ανοίξεις τα μάτια και πιάσεις το χώμα νιώθεις πάντα αυτήν την αίσθηση ότι «…φτάσαμε».
Αγαπημένη συνήθεια… η κινηματογραφική πρόταση:
Αυτή την εβδομάδα βγες και πήγαινε σινεμά. Μπροστά στη μεγάλη οθόνη αξίζει κανείς να αισθάνεται παιδί. Η ταινία «Gravity, 2013», δες τη μόνο τρισδιάστατη, δείχνει τον κόσμο όπως σπάνια έχεις τη χαρά να τον απολαύσεις.
Θα σε γεμίσει με αινίγματα, ανησυχίες και στοχασμούς ώστε να αναθεωρήσεις τον τρόπο, που αντιλαμβάνεσαι ό,τι κινείται γύρω σου, αλλά πάνω από όλα θα σε κάνει νιώσεις για λίγο σαν το παιδί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, που περιμένει με αγωνία να ακούσει το κλειδί να γυρίζει και δεν θέλει με τίποτα σηκωθεί από το κάθισμά του.
Οσκαρικές ερμηνείες, για ένα φιλμ που σίγουρα θα κερδίσει κοινό, κριτικούς και την ακαδημία, από την ωραία ηθοποιό και γυναικά Σάντρα Μπούλοκ και τον πάντα γοητευτικό και ταλαντούχο Τζορτζ Κλούνεϊ.