Τέτοια τηλεφωνήματα είναι που δεν περιμένεις.
Ενώ ανησυχείς για μια δουλειά, ή βρίζεις απ’ τα νεύρα σου για κάτι άσχετο, ή γκρινιάζεις που τελικά δεν θα πας αυτό το ταξίδι – σκάνε τέτοια τηλεφωνήματα μια βαρετή Τρίτη όπως κάθε άλλη Τρίτη και σου κόβουν τα πόδια. Ο αριθμός τηλεφώνου σου μου είναι γνώριμος αλλά η φωνή στην γραμμή είναι ξένη – αντρική.
— Έλα, γρήγορα. Πεθαίνει. Ζητάει να σε δει.
Δεν υπάρχει “ποιος είσαι”, δεν υπάρχει “τι εννοείς”, δεν υπάρχει “τι είπες”.
Υπάρχει μόνο η σιωπή – μια αβάσταχτη, βαριά, αθεράπευτη σιωπή που αιωρείται με οξύτητα στον αέρα καθώς παραπατάω, καθώς πέφτουν πράγματα απ’ το τραπέζι, καθώς στρίβει το δωμάτιο, καθώς σκοτεινιάζουν όλα και νιώθω ότι πεθαίνω και εγώ. Μια σιωπηλή κραυγή που ξεκινάει στο κεφάλι μου και παραμορφώνει το πρόσωπο μου και θέλω μια να γελάσω, μια να λυσσάξω. Μια σιωπή που ξεσπάει σε δάκρυα και αναστεναγμό σαν να γεννιέσαι και να πεθαίνεις την ίδια στιγμή. Το πάτωμα πονάει και είναι παγωμένο το μάρμαρο και έχω αγκαλιάσει τον εαυτό μου και κλαίω από τον πόνο.
Μάλλον έτσι νιώθεις όταν σε χτυπάει μια σφαίρα.
Σπρώχνω σεκιουριτάδες και βρίζω και φωνάζω, και φωνάζω το όνομα σου, και κανένας δεν με ακούει, θέλουν μονάχα να με εμποδίσουν απ’ το να σε δω. Με ρωτάνε ανόητες και ανούσιες ερωτήσεις: “Είστε συγγενής; Κύριε; Κύριε, συνέλθετε! Σας παρακαλώ κύριε – αν δεν είστε συγγενής δεν μπορείτε να περάσετε!”
Θέλω μόνο να σε δω, να σε δω για λίγο ακόμη, για μια τελευταία φορά. Φωνάζω και κλαίω και με σέρνουν μακριά σου γιατί δεν είμαι συγγενής. Δεν είμαι ο σύζυγος σου.
Είμαι απλά ο Γιώργος σου.
Αυτό τους είπα. Αυτό φώναζα όταν με ρωτούσαν ποιος είμαι. Αλλά δεν τους αρκούσε αυτό. Τι σημασία έχει για αυτούς ένας παραπάνω Γιώργος σε μια θάλασσα Γιώργων και Γιάννηδων; Θυμάμαι τον ήχο της αυτόματης πόρτας που έκλεινε πίσω από το τσούρμο που με πετούσε στον δρόμο σαν παράσιτο, σαν έναν τσουβάλι με σκουπίδια, και όχι σαν έναν άνθρωπο που πονάει. Δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω γιατί με κάλεσε – γιατί με πήρε αυτός τηλέφωνο για να έρθω; Ήταν μια κίνηση εκδίκησης ενός ανθρώπου πληγωμένου; Ενός άντρα προδομένου;
Ενός συζύγου, απατημένου;
Μου φάνηκε, από ψηλά και μακριά, πως ήταν χιλιάδες άνθρωποι στην κηδεία. Μια θάλασσα από μαυροφορεμένες φιγούρες, με μαύρα γυαλιά, με μαύρο δάκρυ, κάτω από ξενέρωτα ολόισια κυπαρίσσια και έναν ουρανό που είχε χάσει όλη την λάμψη και το χρώμα του. Τίποτα. Ούτε τα τσιγάρα δεν έχουν την γεύση που είχαν χθες. Πετάω ότι έμεινε με μια θυμωμένη αδιαφορία και κάθομαι κάτω στα χαλίκια και στο χώμα, τα πόδια μου άγαρμπα λυγισμένα κάτω απ’ το σώμα μου. Σκεπάζω το πρόσωπο μου με τα χέρια μου και με πιάνουν ξανά τα κλάματα. Κρύβω τα μάτια μου να μην δω τι συμβαίνει, και όμως συμβαίνει, και ραγίζει η καρδιά μου και σκορπάνε στον αέρα τα κάτι εκατομμύρια κομμάτια της, σκόνη πλέον, σκόνη, σκιά, και χώμα.
Και σε κατεβάζουν σιγά-σιγά στο χώμα και καταλαβαίνω πόσο πολύ σε αγαπούσα.
Και σε κατεβάζουν σιγά-σιγά. Στο χώμα.
Και καταλαβαίνω, τότε, πόσο, μα πόσο, πολύ σε αγαπούσα.
Πρέπει να νυχτώσει πρώτα για να σε δω από κοντά. Και εδώ, το μάρμαρο είναι παγωμένο. Καμία σχέση με το πόσο ζεστή ήταν η αγκαλιά σου. Με το πόσο χαμογελούσα με το γέλιο σου. Δεν μ’ αρέσει καθόλου εδώ, και ξέρω πως δεν σ’ αρέσει ούτε και σένα γιατί δεν είναι κοντά στην θάλασσα. Τι στο διάολο κάνουνε – δεν ξέρουνε πόσο πολύ αγαπούσες την θάλασσα; Πονάω. Πονάω μέσα μου, γιατί κοίτα να δεις που βρισκόμαστε ξανά μόνο στα σκοτεινά και στα κρυφά και όταν έχουν φύγει πια όλοι οι άλλοι.
Πρώτα τον μυρίζω και μετά τον ακούω.
Ζέχνει αλκοόλ, και πολύ καλά κάνει. Εν μέρη τον ζηλεύω. Τα μάτια του είναι κόκκινα πίσω από θολωμένα γυαλιά και…ξέρεις κάτι; Μοιάζετε. Μοιάζατε…τέλος πάντων…δεν το ‘χω συνηθίσει ακόμη. Έχετε την ίδια ματιά, αυτό θέλω να σου πω. Δεν με ρωτάει τι κάνω, γιατί είμαι εδώ, πως κατάφερα και μπήκα – και ούτε τον ρωτάω. Δεν ξαφνιάζομαι όταν κάθεται δίπλα μου, όταν σωριάζεται επάνω απ’ το μνημείο. Μου δίνει ένα μπουκάλι και εννοείτε πως πίνω γιατί το μυαλό μου πάει να εκραγεί και αναζητώ απεγνωσμένα να ξεχάσω τα πάντα.
— Στρίψε μου ένα τσιγάρο, μου ζητάει με κορακιασμένη φωνή.
— Μα…εσύ δεν κάπνισες ποτέ στην ζωή σου.
— Αυτό πίστευα και εγώ.
Η πρώτη του τζούρα είναι βαθιά, με μεγάλη διάρκεια, τόση που ακούς το τσιγαρόχαρτο να καίει και να γίνετε στάχτη πριν προλάβει ο άλλος να κατεβάσει τον καπνό. Βήχει – πολύ.
— Ήρεμα, του λέω, πιο σιγά. Θέλει πιο σιγά.
Ξεφυσάει με θυμό τον καπνό και τα μάτια του δακρύζουν – εκεί που λες δεν γίνεται άλλο, δεν έχουν άλλο να δώσουν, ο καπνός που καίει κάνει καλά και πιστά την δουλεία του και δακρύζει ξανά. Μου απλώνει το χέρι, και του δίνω το μπουκάλι, και καταπίνει άλλη μια δόση. Ανοιγοκλείνει τα μάτια του – είναι κομμάτια – και ξεφυσάει.
— Σε άκουσα που φώναζες. Στο νοσοκομείο. Άλλα ήταν ήδη αργά. Για αυτό δεν κατέβηκα να τους πω να σ’ αφήσουν. Ήταν ήδη αργά.
Σειρά μου να πιω.
— Είπε τίποτα… Σχεδόν ντρέπομαι που του το ρωτάω, άλλα δεν μπορώ να μην ξέρω. Είπε τίποτα, ρωτώ, για μένα;
Σφίγγει τα δόντια του.
— Ξέρεις κάτι – πούστη – δεν ήθελα να ‘ρθω δω. Ήξερα ότι εδώ θα σ’ έβρισκα – αλλά δεν άντεχα να ξαναρθώ. Όχι τόσο σύντομα. Αλλά ήξερα ότι εδώ θα ήσουν. Και όταν μου ζήτησε να σου πω να έρθεις, σε μισούσα, σε μισούσα τόσο πολύ…μα πιο πολύ από το πόσο σε μισώ…πιο πολύ την αγαπούσα. Και σε πήρα τηλέφωνο να έρθεις. Αλλά ήταν ήδη αργά…
Τραβάει τούφες χορτάρι με άμυαλο, μηχανικό τρόπο, και τα πετάει μακριά. Και εγώ περιμένω με κομμένη την ανάσα. Να μάθω αν είχες κάτι τελευταίο να μου πεις.
— Μου είπε να σου πω… Μου είπε να σου πω “Συγνώμη” και “Να προσέχεις”.
Συγνώμη.
Και να προσέχεις.
Οι ώρες κυλάνε και το μπουκάλι αδειάζει και όταν σηκωνόμαστε παραπατάμε και οι δυο και αυτός παρπατάει δυο βήματα παρακάτω και ξερνάει δίπλα απ’ ένα κυπαρίσσι. Φτύνει. Βήχει.
— Πήγαινε με…σπίτι μας, καταφέρνει και μου λέει με φωνή βραχνή. Ξέρω πως…ξέρεις που είναι.
Με δυσκολία κουμαντάρω το μπόι του, δεν φαινόταν τόσο ψηλός στις φωτογραφίες σου. Με δυσκολία τον βάζω στ’ αμάξι, με σπρώχνει ενώ του φοράω την ζώνη, και με δυσκολία μπαίνουμε στο ασανσέρ του σπιτιού σας. Του σπιτιού σας. Η πόρτα ανοίγει με φόρα και τον σέρνω μέσα. Με σπρώχνει στην άκρη και φεύγει στο σκοτάδι.
Κοιτάζω γύρω μου με δέος. Σαν να έχω μπει σε Παναγιότατο μέρος. Το σπίτι σας.
Να αυτός ο καθρέφτης που μου έλεγες – και δεν έλεγες ψέματα είναι όντως τεράστιος. Κάτω από μισοτελειωμένα ποτήρια κονιάκ είναι κάτι σουβεράκια που σίγουρα εσύ τα διάλεξες. Οι κούπες σου έχουν λεκέδες απ΄ τον καφέ. Μαζεύω μερικά, τα πάω στην κουζίνα, και βλέπω φωτογραφίες – δικές σας, αγκαλιασμένοι, ερωτευμένοι. Από μικρά παιδιά μαζί. Χρόνια ερωτευμένοι.
Χρόνια.
Πόσες Κυριακές περάσατε μαζί σε αυτή την κουζίνα; Φτιάχνατε παστίτσιο, ξέρω γω; Έκοβες εσύ την σαλάτα ή αυτός; Και αυτή η φωτογραφία, αυτή εδώ που είστε οι δύο στο βουνό; Είναι πριν ή αφού έμαθες ότι ήσουν άρρωστη;
Ήταν πριν ή αφού γνωρίσεις εμένα;
Θόρυβος πίσω μου, τινάζομαι, τρομάζω και γυρνάω. Αυτός έχει ακουμπήσει μια κούτα στο τραπέζι.
— Τα βρήκα αυτά σε ένα συρτάρι της…πάρτα. Δεν θέλω να τα βλέπω. Έτσι κι αλλιώς…σε σας ανήκουν…Φεύγοντας…να κλείσεις το φως.
Φεύγει, ή τον χάνω δεν ξέρω ακριβώς πιο απ’ τα δύο. Γιατί κοιτάζω και καταλαβαίνω, με δάκρυα στα μάτια, ότι τα κράτησες όλα.
Όλα.
Κάθε τι δικό μας. Το εισιτήριο του ένα και μοναδικού σινεμά που πήγαμε μαζί, το άδειο μπουκάλι του αρώματος που σου πήρα, την ετικέτα από το τσάι που σου άρεσε τόσο πολύ. Κάθε μικρό μπλιμπλίκι που σου χάρισα, κάθε πέταλο από κάθε λουλούδι, κάθε δώρο από τα τόσα μακρινά ταξίδια που πήγαινα κάποτε. Γράμματα, ραβασάκια. Φωτογραφίες. Τις εκτύπωσες. Τα κοιτάζω, και το δάχτυλο μου χαϊδεύει την άκρη του προσώπου σου ακριβώς εκεί που στη φωτογραφία σε φιλώ χαζά και ζαβολιάρικα.
Και κλαίω γιατί καταλαβαίνω ότι υπέφερες. Αρρώσταινες κάθε μέρα λίγο πιο πολύ, επειδή η καρδιά σου κοβόταν ακριβώς στα δύο. Δεν άντεχες άλλο.
Σκουπίζω τα μάτια μου με την παλάμη μου, και παίρνω παραμάσχαλα την κούτα.
Ο δικός σου έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι σας, τέζα, και κρατάει σφιχτά το μαξιλάρι που είμαι σίγουρος ότι ήταν το δικό σου. Κόκκινος ο τοίχος στο υπνοδωμάτιο. Δίπλα στα γυαλιά του ένα κάδρο με μια φωτογραφία από την ημέρα του γάμου σας.
Φαίνεστε ευτυχισμένοι.
Τραβάω την κουβέρτα μέχρι τους ώμους του. Ροχαλίζει. Ίσως ελπίζει ότι όταν ξυπνήσει να έχει τελειώσει πλέον αυτός ο εφιάλτης. Όπως και να έχει, για απόψε τον αγαπώ.
Τον αγαπώ.
Τον αγαπώ γιατί στο τέλος με πήρε τηλέφωνο.
Τον αγαπώ γιατί στο τέλος δεν πέταξε τα πράγματα μας.
Και, στο τέλος, τον αγαπώ γιατί σε πρόσεχε και σε αγαπούσε τόσο, μα τόσο, πολύ.
Φεύγοντας έκλεισα το φως.