«Φτου γαμώτο, μου τέλειωσαν οι ζωές» μονολόγησε χτυπώντας το ποντίκι στο ξύλινο τραπεζάκι. «Κρίμα» ψέλλισε αυτή.
Αυτή: Φορούσε μαύρο κολάν, μαύρες χοντρές μάλλινες κάλτσες με πατουσάκια, πανωφόρι φόρμας και είχε τα μαλλιά της πιασμένα κοτσίδα. Κάτω από τα μάτια της λιωμένο μαύρο μολύβι, το μοναδικό απομεινάρι από το πρωινό της μακιγιάζ.
Αυτός διάλεξε ένα άλλο παιχνίδι, αυτό που συνδυάζεις καρότα, παντζάρια και λοιπά ζαρζαβατικά σε τριάδες, τετράδες ή (ουάου!) πεντάδες.
Αυτός: καθόταν οκλαδόν στον καναπέ, μισκοσκεπασμένος με κουβέρτα, γκρι φόρμα ξεχειλωμένη και τυχαίο ξεβαμμένο φούτερ που τελευταία στιγμή είχε αποφασίσει να μην παραχωρήσει στην ενορία όταν έκανε το ξεκαθάρισμα των χειμωνιάτικων.
Αυτή κι αυτός: ύφος κοινό και για τους δύο. Ψιλοκοιμισμένο, ψιλοβαριεστημένο, ψιλοσυννεφιασμένο.
Από την τεράστια τζαμαρία της μπαλκονόπορτας φαινόταν πιάτο η Αθήνα. Κάπου κάπου, αστραπές έσκιζαν τον ουρανό που φώτιζε σαν να ‘χε ξημερώσει. Κανείς από τους δύο δε θορυβήθηκε απ’ αυτό. Τα χέρια τους, στο ποντίκι και στην οθόνη του smart phone είχαν βρει το καταφύγιό τους γι’ απόψε. ΚΑΙ γι’ απόψε. Ένα σύννεφο εγκαταστάθηκε πάνω από τα φρύδια της. Φαντάστηκε μια άλλη σκηνή, στον ίδιο καναπέ, μια αντίστοιχα βροχερή νύχτα του περσινού χειμώνα. Στιγμιαία χαμογέλασε. Θυμήθηκε ένα ερωτευμένο, ενθουσιασμένο, αισιόδοξο ζευγάρι που δεν ξεκόλλαγαν ο ένας πάνω από τον άλλον. Θυμήθηκε τα βράδια που καθόταν στην αγκαλιά του και της διάβαζε ώσπου να την πάρει ο ύπνος, τα πλάνα που έκαναν με τα μάγουλα τους να λάμπουν σαν του παιδιού από τη λαχτάρα και την προσμονή.
«Τι μεσολάβησε; Φταίμε εμείς ή ο χρόνος; Άραγε αυτή η φθορά συμβαίνει και σε άλλους ή μόνο σ’ εμάς;» αναρωτήθηκε, και έψαξε με τα μάτια και το νου να βρει τον έρωτα. Το μόνο που βρήκε ήταν οι καρδιές που του ζωγράφιζε συχνά τα πρωινά στον καθρέπτη του μπάνιου με διάφορα κραγιόν, μια στοίβα ρούχα δικά της και δικά του ανακατεμένα πάνω στην πολυθρόνα. Ευχήθηκε και οι καρδιές τους να ήταν πολύχρωμες και ενωμένες στο βάθος τους.
Σηκώθηκε, έφτιαξε ένα τσάι και άναψε τσιγάρο. Ξανακάθισε στον καναπέ. Έγειρε τα μάτια και ονειρεύτηκε: ένα ταξίδι, καινούργιες παραστάσεις, σεξ, ποτά, ησυχία. Ουσιαστική, μοιρασμένη ησυχία που τη διέκοπταν οι ήχοι του παιχνιδιού με τα ζαρζαβατικά. Δεν βρήκε άλλη λύση για απόψε από το να τα διαγράψει όλα.
«Καληνύχτα» του είπε και τον φίλησε πεταχτά στο στόμα. Ρύθμισε το ξυπνητήρι για την επόμενη μέρα και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Ξάπλωσε ανάσκελα με τα μάτια ανοιχτά. Και είδε τον Έρωτα. Aυτό το παιδάκι με το γυμνό κωλαράκι να κυνηγάει με τα βέλη του ανυποψίαστους περαστικούς, απογοητευμένες γυναίκες, πολυάσχολους άντρες, να τους πετυχαίνει στα πιο τυχαία σημεία. Στη στάση του λεωφορείου, στα αλλαντικά του σούπερ μάρκετ, σε συναυλίες, μπαρ, παρέες. Όσο Εκείνος έψαχνε με άσβεστη επιθυμία να βρει τα νέα του θύματα, γυρνούσε την πλάτη στα παλιά και γνώριμα.
Κι εκείνα; Τι έκαναν εκείνα για να συντηρήσουν το αρχικό πάθος, την επιθυμία, το καρδιοχτύπι; Συντηρούσαν τις κοινές υπάρξεις τους παίζοντας παιχνίδια στον καναπέ, κοιμόνταν σε απόσταση ασφαλείας με πεταχτά φιλιά και κοιμισμένη καληνύχτα; Ένιωσε μια συμπόνια για το παιχνιδιάρικο αγοράκι με το γυμνό κωλαράκι που μέρα νύχτα κουβαλούσε τη βαριά φαρέτρα του παλεύοντας να φέρει ανθρώπους κοντά. Αυτός είχε κάνει το χρέος του χρόνια πριν. Σήμερα, τώρα, ήταν η στιγμή να κάνει κι αυτή το δικό της. Χωρίς απογοήτευση, χωρίς εγωισμό. Όχι επειδή έπρεπε, επειδή ήθελε. Ακόμα ήθελε πολύ.
Σηκώθηκε και επέστρεψε στο σαλόνι. Κάθισε δίπλα του και έχωσε το πρόσωπο της στο λαιμό του να τον μυρίσει. «Δεν κοιμάσαι;» τη ρώτησε. «Δεν μπορώ μόνη» του απήντησε. «Έλα πάμε». Την έπιασε από το χέρι και πήγαν μαζί στο κρεβάτι, αγκαλιάστηκαν σφιχτά και μετά –επιτέλους- ησυχία.
«Όχι, δεν τελείωσαν οι ζωές μας, τουλάχιστον όχι σήμερα» είπε μέσα της πριν κοιμηθεί…