To θέμα ήταν η κρυπτογράφηση. Ο Λύκος είχε μεν τον σκληρό δίσκο, δεν είχε όμως τρόπο να τον διαβάσει. Και την κρατούσαν όμηρο και υπό προστασία ταυτόχρονα μέχρι να βρούνε λύση.
.
Ξύπνησα με το πρώτο φως, είμαι αρκετά σίγουρος ότι ήταν η πρώτη ηλιαχτίδα στο δωμάτιο γιατί μετά ο ήλιος ασχολείται με άλλες λεπτομέρειες της πόλης. Η ακτίνα κάπως περνούσε μέσα από τον εξαερισμό εκεί που είχε ραγίσει λίγο το πλαστικό. Φώτιζε στον απέναντι τοίχο μια σωρό παρατημένα πιάτα με μισοφαγωμένα κι ένα μπουκάλι κρασί που είχε ελάχιστο πλέον στον πάτο αλλά δεν ήθελα να το πετάξω ακόμα μπας και χρειαστώ μισή γουλιά. Στην άκρη, λίγο πάνω από το μπουκάλι όμως, το φως έδειχνε μια τρύπα στον τοίχο. Εμοιαζε από σφαίρα. Μερικοί άνθρωποι το πρωί είναι θολοί, μερικοί είμαστε κρυσταλλένια ξεκάθαροι στις αισθήσεις μας. Έβλεπα χωρίς να σηκωθώ κάθε λεπτομέρεια της τρύπας, τον τρόπο που είχε καεί το μονωτικό υλικό και περίσσευαν τρίχες πλαστικού, μια σφαίρα κάπου στο δωμάτιό μου θα μπορούσε ίσως να μου πει την ιστορία της αν την έβρισκα.
.
Να μου πει αν είναι καλά το κορίτσι.
.
Μόλις κατάλαβα τι σήμαινε η τρύπα στον τοίχο, ο χρόνος και το Σϋμπαν μου, όλα μπήκαν μέσα, ρουφήχτηκαν από Μαύρη Τρύπα. Δεν έχασα μόνο το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου, δεν έβλεπα ξαφνικά τίποτα πέρα από την τρύπα στην ηλιαχτίδα πάνω από το μπουκάλι. Δεν ξέρω καν πως πέταξα ως εκεί από το κρεβάτι και βρέθηκαμε το μάτι κολλημένο στην τρύπο προσπαθώντας να δω για πρώτη φορά μέσα στο σπίτι του Λύκου, στον τόπο του εγκλήματος ίσως. Στην αρχή δεν έβγαζα άκρη, το μάτι μου θολό έτσι που το έσπρωχνα στην τρύπα δεν μπορούσε να εστιάσει. Μετά σιγά σιγά σαν πάζλ το συναρμολόγησα το δωμάτιο. Ήταν το χωλ τους, δεξιά πρέπει να συνέχιζε στην εξώπορτα. Δεν κουνιόταν τίποτα. Δεν ακουγόταν κάτι. Δεν φαινόταν κάτι παράταιρο. Τέλειωσαν τα νέα δεδομένα κι άρχισε να τρέχει το μυαλό μου να βγάλει θεωρία. Έκανα πίσω από τον τοίχο σαστισμένος και μπερδεμένος. Έτριψα το μάτι να συνέλθει από την πίεση. Κοίταξα το χέρι μου.
.
Αίμα.
.
Το μάτι μου είχε αίμα. Το δάχτυλο που έτριψε το χέρι μου είχε αίμα. Η τρύπα στη μια μεριά είχε αίμα. Η σφαίρα που πέρασε από εκεί είχε αίμα.
.
Ο ήλιος με άφησε κι αυτός. Βουβό, άφωνο, παρατημένο και ξεχασμένο το διαμέρισμα βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ένιωθα ότι όλο το κτίριο δεν στεκόταν, δεν είχε χτιστεί. Σαν λιοντάρι ήταν έτοιμο να χυμήξει. Ή να τρέξει, να φύγει, να σωθεί όπως ίσως προσπαθούσε κι αυτή να φτάσει στην πόρτα όταν την πέτυχε η σφαίρα. Δεύτερο παζλ και δεν μου αρέσουν τα παζλ. Από τις γωνίες στο μπαλκόνι που την έβλεπα, από την σκιά στη ντουσιέρα προσπαθούσα τώρα να την φανταστώ να τρέχει να ξεφύγει από την σφαίρα.
.
Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που δεν άκουσα τον πρώτο χτύπο στη μεσοτοιχία. Ήταν σε άλλο δωμάτιο. Άκουσα τον δεύτερο, εκσφενδονίστηκα ως εκεί και ανταπόδωσα. Μετά δυο. Κι εγώ δυο. Μετά η τρίλια με τα νύχια. Άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Μετά μου ήρθε η ιδέα. Χτύπησα στην άκρη του δωματίου. Δεν το κατάλαβε. Πήγα στο δίπλα δωμάτιο. Με ακολούθησε με απαντήσεις στα χτυπήματα στον τοίχο. Έφτασα στην κρεβατοκάμαρά μου, χτύπησα δίπλα στην τρύπα της σφαίρας. Άκουγα τα βήματά της, κάπως αργά από δίπλα, αλλά ερχόταν. Ξαναχτύπησα. Κόλλησα το μάτι στην τρύπα. Ξαναχτύπησα πιο δυνατά, πιο επιτακτικά, πιο απελπισμένα. Κι άλλα βήματα. Κάτι κουνήθηκε, το μάτι μου ξεθόλωνε ακόμα.
.
Δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι έβλεπα γιατί τα αίματα είχαν κολλήσει στα μαλλιά της και είχαν ξεραθεί σε διαφορα σχήματα που όλα μαζί δεν έμοιαζαν καν με ανθρώπινο κεφάλι. Προσπαθούσε με τα χέρια να τα ισιώσει και να τα βγάλει από το πρόσωπο αλλά ήταν μια μάζα κόκκινη όλη μαζί, προφανώς δυσκολευόταν και πονούσε σε κάθε κίνηση. Αλλά τα κατάφερε. Ένα μάτι της μισάνοιξε. Το έβλεπα που έψαχνε αριστερά δεξιά να με βρει. Ξαναχτύπησα τον τοίχο. Με βρήκε. Το άνοιξε λίγο ακόμα. Δεν ήξερα αν μπορούσε να μιλήσει, αν κινδύνευε ακόμα. Δεν ήξερα τι να πω και πως να επικοινωνήσω με ένα μάτι τόσο κολλημένο σε μια μικρή τρύπα από σφαίρα που δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Αλλά έκανε το πιο απρόσμενο. Το πιο τρομακτικό. Σαν το αίμα που έσταζε ακόμα σε ρυάκια στο κεφάλι της μια σκέψη φάνηκε να την ζωντανεύει. Από το κρανίο στο μέτωπο, πέρασε τα φρύδια, ανέβηκε στο μάγουλο και τρύπωσε στη γωνία του στόματός της. Με τη γλώσσα το γεύτηκε, άνοιξε και το άλλο μάτι.
.
Και χαμογέλασε.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης βλέπει ενίοτε σπλάτερ ταινίες οπότε μην τον τσιγκλάτε γιατί στο επόμενο επεισόδιο μπορεί να τους σφάξει όλους!