Υστερα από πολλά χρόνια καταπίεσης και μιζέριας, η μεταπολεμική Γαλλία είχε ανάγκη να ξεδώσει. Να πηδήξει μέσα σε ένα πολυτελές κάμπριο και να πατήσει τέρμα το γκάζι, αφήνοντας πίσω της το παρελθόν. Αυτό ακριβώς έκανε και η Φρανσουάζ Σαγκάν, που ενέπνευσε με τη ζωή και το λογοτεχνικό έργο της όχι μόνον τη γενιά της αλλά και όσες ακολούθησαν.
Πανέξυπνη, δυναμική, με προσωπικό στυλ και φυσική ροπή προς κάθε είδους απόλαυση, απέκτησε μια Τζάγκουαρ χάρη στην εμπορική επιτυχία του πρώτου της μυθιστορήματος «Καλημέρα θλίψη» και ξεκίνησε για ένα ταξίδι ζωής με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Καλημέρα φήμη
«Ολα καλά, είσαι συγγραφέας». Η Φλοράνς Μαλρό διαβάζει μονορούφι το χειρόγραφο της αδελφικής της φίλης και της τηλεφωνεί στις δύο τα ξημερώματα κατενθουσιασμένη. Η Φρανσουάζ Κουαρέζ δεν χρειάζεται άλλη επιβεβαίωση.
Στο επόμενο καρέ τη βλέπουμε να στέκεται μπροστά στον εκδότη Ρενέ Ζιλιάρ, ο οποίος μένει άφωνος όταν διαπιστώνει ότι πίσω από το επόμενο μεγάλο μυθιστόρημα του οίκου κρύβεται αυτή η μικρόσωμη δεκαοκτάχρονη με το μικρομέγαλο ντύσιμο.
Το «Καλημέρα θλίψη» κυκλοφορεί στις 15 Μαρτίου 1954. Ο πατέρας της Φρανσουάζ της έχει απαγορεύσει να υπογράψει ένα μυθιστόρημα στο οποίο μια έφηβη κάνει έρωτα με έναν άντρα στην παραλία και έτσι η συγγραφέας εμπνέεται το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο από έναν ήρωα του Προυστ, τον πρίγκιπα του Σαγκάν. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς το βιβλίο τιμάται με το Βραβείο των Κριτικών, αν και τα μέλη της επιτροπής έχουν επιφυλάξεις απέναντι στην προοπτική να συστήσουν στο ευρύ κοινό «αυτό το άσεμνο βιβλίο». Πάντως ο Φρανσουά Μοριάκ, σημείο αναφοράς για τα γαλλικά γράμματα της εποχής, παραδέχεται στην εφημερίδα Figaro ότι «η λογοτεχνική αξία του είναι έκδηλη ήδη από την πρώτη σελίδα».
Ο μύθος γεννιέται
Η πολεμική γύρω από το «Καλημέρα θλίψη» δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τη συγγραφέα του βιβλίου, η οποία ξεφορτώνεται τις μεγαλίστικες φούστες και τα ψηλοτάκουνα της εφηβείας της και αρχίζει να χτίζει την περσόνα Σαγκάν. «Το αυτοκίνητο, το μπλουτζίν, το παιχνίδι, ο χορός, το ουίσκι και οι δίσκοι είναι τα τοτέμ της», γράφει η βιογράφος Μαρί-Ντομινίκ Λελιέβρ. Η μεταπολεμική γενιά της Γαλλίας βρίσκει αμέσως στο πρόσωπο της πρωτοεμφανιζόμενης δημιουργού το σύμβολο της νέας, απελευθερωμένης γυναίκας. Το καλοκαίρι του 1955 εκείνη ανακαλύπτει το Σεν Τροπέ μαζί με τον αδερφό της Ζακ και νοικιάζουν ένα τριώροφο σπίτι όπου φιλοξενούν τους φίλους τους. Στο περιοδικό Paris Match η ζωή της βουτάει στα τεχνικολόρ χρώματα και βγαίνει στην επιφάνεια ως ένας τεράστιος παιδότοπος.
Σύμφωνα με τον Ναμπόκοφ, απ’ όλους τους χαρακτήρες που δημιουργεί ένας συγγραφέας οι καλύτεροι είναι οι αναγνώστες του. Ενας από τους χαρακτήρες που δημιουργεί η Φρανσουάζ είναι ο παραθεριστής, ο τύπος που ξεφεύγει από τη ρουτίνα αλλάζοντας παραστάσεις. Οι μέρες του Σεν Τροπέ ως γραφικού ψαροχωριού είναι λοιπόν μετρημένες. Μέχρι το 1958, ειδικά μετά τα γυρίσματα της ταινίας του Ροζέ Βαντίμ «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», το χωριουδάκι εξελίσσεται σε κοσμικό θέρετρο. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς βρίσκει τη Φρανσουάζ και την παρέα της στη Νορμανδία, στο καινούργιο της σπίτι κοντά στο Ονφλέρ.
Πάθος για ταχύτητα
Αυτή η κακοδιατηρημένη βίλα είναι η μοναδική ακίνητη περιουσία που θα αποκτήσει ποτέ στη ζωή της. «Γεννημένη νοικάρισσα», όπως αυτοπροσδιορίζεται, προτιμά να ξοδεύει τα χρήματά της σε καταχρήσεις, στον τζόγο, σε ακριβά δώρα για φίλους.
Τα μοναδικά ακριβά δώρα που κάνει στον εαυτό της είναι τα γρήγορα αυτοκίνητα – οι μπίτνικ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έχουν φροντίσει να τα ταυτίσουν στο συλλογικό φαντασιακό με την έννοια της απόδρασης. «Ακόμα και αν κάποιος είναι μάταια τρελός από έρωτα, είναι πολύ λιγότερο στα 200 χιλιόμετρα την ώρα», γράφει η Φρανσουάζ.
Στις 14 Απριλίου 1957 το πάθος της παραλίγο να της στοιχίσει τη ζωή. Στον δρόμο για το Μιγί Λα Φορέ, όπου θα γευμάτιζε με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζιλ Ντασέν, η Aστον Μάρτιν της εκτρέπεται, ανατρέπεται και η Φρανσουάζ βρίσκεται εγκλωβισμένη κάτω από τις τσαλακωμένες λαμαρίνες – έρευνες έδειξαν ότι έτρεχε με 175 χιλιόμετρα την ώρα.
Επιβιώνει ως εκ θαύματος, αλλά μόλις συνέρχεται από το κώμα δεν βλέπει την ώρα να επιστρέψει στο τιμόνι. Τελικά η προσωπικότητά της συνδέεται αναπόσπαστα με τη λατρεία του αυτοκινήτου. Το 1963 ο Χέλμουτ Νιούτον τη φωτογραφίζει για τη γαλλική Vogue στο τιμόνι μιας Τζάγκουαρ. Το 1966, για να γιορτάσει την επιτυχία του μυθιστορήματός της «Υποταγή», η Σαγκάν αγοράζει μια Φεράρι με τελική ταχύτητα τα 280 χιλιόμετρα την ώρα.
Στο κρεβάτι της Σαγκάν
Στα πορτρέτα της η Φρανσουάζ ποζάρει με παντελόνια, ναυτικά πουλόβερ και αντρικά πουκάμισα, λανσάροντας ένα δυναμικό ανδρόγυνο λουκ που βγάζει τη γλώσσα στα φρου φρου κι αρώματα της εποχής. Δεν πρόκειται για στυλιστικό καπρίτσιο· το ντύσιμό της αντικατοπτρίζει μια προσωπικότητα που ελκύεται από άντρες και γυναίκες. Η επίσημη ερωτική ζωή της συμμορφώνεται με τον μύθο της, ο οποίος τη θέλει να επιζητά την ηδονή σε γοητευτικούς άντρες. Πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, απολαμβάνει και τη στενή συντροφιά αρκετών γυναικών.
Το 1958 παντρεύεται τον κατά 20 χρόνια μεγαλύτερό της Γκι Σελέρ, διευθυντή των εκδόσεων Hachette. Μετά τον γάμο κανείς τους δεν μοιάζει πρόθυμος να κάνει τον παραμικρό συμβιβασμό. Η Φρανσουάζ πλήττει αφόρητα με τις συμβάσεις της αστικής ζωής. Εκείνος ούτε καν προσπαθεί να κρύψει τις παράλληλες σχέσεις του με όμορφες Παριζιάνες. Σε λιγότερο από δύο χρόνια χωρίζουν. Στις 10 Ιανουαρίου 1962 η Φρανσουάζ ξαναπαντρεύεται, αυτήν τη φορά τον Μπομπ Γουέστχοφ, έναν όμορφο Αμερικανό που περνάει τη ζωή του περιπλανώμενος ανάμεσα στις Φιλιππίνες, την Αλάσκα και το Μεξικό, την κεραμική και την προσπάθειά του να μεταφράσει το βιβλίο του Σελίν «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας». Στις 27 Ιουνίου 1962 η Φρανσουάζ γεννά τον γιο τους Ντενί. Την ίδια χρονιά προσθέτει δεύτερο διαζύγιο στο ενεργητικό της. Αλλωστε έχει εκπληρώσει τον στόχο της: να εξασφαλίσει στο παιδί της τα γονίδια της ομορφιάς. Η ίδια δεν είναι όμορφη. Ελκυστική ναι· η διαύγεια του πνεύματός της την κάνει να λάμπει ολόκληρη – τουλάχιστον στα νιάτα της, όταν δεν την έχουν καταβάλει ακόμη οι καταχρήσεις. Ομως η φυσική ομορφιά αποτελεί γι’ αυτήν άπιαστο όνειρο. Στα 13 της, όταν συνειδητοποιεί την αλήθεια, τρυπώνει στο ντουλάπι με τα λικέρ της γιαγιάς και μεθάει για πρώτη φορά στη ζωή της. Ως ενήλικη αναζητά την ομορφιά που της λείπει στην αγκαλιά γυναικών όπως η Αβα Γκάρντνερ ή η στυλίστρια μόδας Πέγκι Ρος.
Η πτώση
Μπορεί το τροχαίο ατύχημα του 1957 να μην αποβαίνει μοιραίο για τη Φρανσουάζ, όπως συνέβη με τον Αλμπέρ Καμί, αλλά την παγιδεύει σε έναν φαύλο κύκλο καταχρήσεων από τον οποίο δεν θα βγει ποτέ. Στην κλινική Μάγιο, όπου διακομίζεται, εθίζεται στη μορφίνη που της χορηγείται ως παυσίπονο. Ακολουθεί θεραπεία αποτοξίνωσης στην Γκαρς. Μετά την Γκαρς, η μορφίνη αντικαθίσταται από το αλκοόλ.
«Η Φρανσουάζ ήταν εθισμένη ως την ψυχή: στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, στους ανθρώπους», λέει η φίλη της Σαρλό Εγιό. Είναι αδύνατον να διαχωρίσει κάποιος την ευάλωτη ψυχοσύνθεσή της από τις καταχρήσεις – να βρει τι αποτελούσε το αίτιο και τι το αιτιατό. Για χρόνια η Σαγκάν περνάει νευρικούς κλονισμούς και μεγάλες περιόδους κατάθλιψης, που προσπαθεί να αντιμετωπίσει με συνταγογραφούμενα χάπια, παράνομες ναρκωτικές ουσίες και ουίσκι. Οπως η Μπριζίτ Μπαρντό και ο Ιβ Σεν Λοράν, ανήκει σε μια γενιά από βεντέτες που δεν μπορούν να διαχειριστούν τη φήμη τους.
Το 1955, στην αρχή της καριέρας της, η αμφεταμίνη Corydrane πωλείται ελεύθερα στη Γαλλία. Οι δε συγγραφείς είναι σαν τους αθλητές – ντοπάρονται πάνω στη συνεχή προσπάθεια να ξεπεράσουν τα όριά τους. Το 1971, όταν απαγορεύεται η κυκλοφορία της Corydrane, η Σαγκάν ανακαλύπτει την κοκαΐνη. Τον Νοέμβριο του 1975 εισάγεται στο νοσοκομείο Μπρουσέ με παγκρεατίτιδα. Αναγκάζεται να απέχει εντελώς από το αλκοόλ και το «διαιτολόγιό» της περιορίζεται στα φαρμακευτικά σκευάσματα. Ηρεμιστικά για να κοιμηθεί, διεγερτικά για να ξυπνήσει, ασπιρίνη για κάθε χρήση.
Το 1989 ο θάνατος της αγαπημένης της συντρόφου Πέγκι Ρος γίνεται η αρχή του τέλους. Η Φρανσουάζ θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της βυθισμένη στην κοκαΐνη και τη μορφίνη, αποκομμένη από τους περισσότερους δικούς της ανθρώπους, εν μέρει και λόγω της οστεοπόρωσης που την έχει κάνει ιδιότροπη – το 1999 αρνείται να παραστεί στον γάμο του γιου της, ύστερα από ένα ακόμη κάταγμα που την αναγκάζει να κυκλοφορεί με πατερίτσες.
Επιπλέον, είναι από καιρό απένταρη. Εχει σπαταλήσει αλόγιστα τα κέρδη της από τα συγγραφικά δικαιώματα. Δεν έχει καταφέρει να αποταμιεύσει τίποτα. Ηταν εξαρχής αδύναμη στο να τακτοποιεί τις οικονομικές εκκρεμότητές της.
Το 1991 το όνομά της εμπλέκεται μάλιστα σε μια υπόθεση πετρελαίων και βρίσκεται κατηγορούμενη για δόλια υπεξαίρεση χρημάτων. Τελικά χάνει ακόμη και το σπίτι της στη Νορμανδία.
Πέθανε στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, στα 69 της, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου του Ονφλέρ. Της κρατούσε το χέρι η Μαρί-Τερέζ Λε Μπρετόν, ο τελευταίος φύλακας-άγγελός της, που τη φρόντισε τα τελευταία χρόνια της ζωής της «με τη λαμπερή ζωώδη θέρμη μιας χωριατοπούλας, σαν ονειρεμένη μητέρα», σύμφωνα με τη βιογράφο της. Οι δικοί της δεν χρειάστηκε να προβληματιστούν σχετικά με την επιτύμβια επιγραφή της· την είχε γράψει η ίδια, καιρό πριν: «Ενθάδε κείται, απαρηγόρητη, η Φρανσουάζ Σαγκάν».
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Παρ’ όλο που έμεινε στην ιστορία κυρίως για την άστατη ζωή της, η Φρανσουάζ Σαγκάν υπήρξε πολυγραφότατη. Η εργογραφία της περιλαμβάνει ένα πλήθος από μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, αυτοβιογραφίες και θεατρικά έργα. Μερικά από τα βιβλία της που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά είναι τα «Καλημέρα θλίψη» (εκδ. Ζαχαρόπουλος), «Ενα κάποιο χαμόγελο» (εκδ. Ζαχαρόπουλος), «Σας αρέσει ο Μπραμς;» (εκδ. Ζαχαρόπουλος), «Περαστική θλίψη» (εκδ. Λιβάνη) και «Ο απατηλός καθρέφτης» (εκδ. Λιβάνη).
- Το βιβλίο «Σαγκάν – Ζωή στο κόκκινο» της Μαρί-Ντομινίκ Λελιέβρ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.