Όταν αφήνεις να σε συνεπάρει κάποιος σαν κύμα μην γκρινιάζεις αν βρεθείς ξαφνικά σε βαθιά νερά και πνίγεσαι. Ο παπάς κοιτούσε απέναντί του στον καφενέ κάποιον που δεν γνώριζε προσωπικά αλλά έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα τέτοια ώρα. Διάβαζε σοβαρός την αθλητική εφημερίδα αλλά κάθε τόσο χαλάρωνε από κάτι σε αυτήν και χαμογελούσε λίγο. Τα μάτια του κατέβαιναν σα γρήγορη επίθεση της αγαπημένης του ομάδας την σελίδα, έτοιμα να πεταχτούν αν χρειαστεί να σώσουν την φάση, τα δάχτυλά του ελεύθερου χεριού του έπαιζαν νευρικά στο τραπέζι σα να έψαχναν ψίχουλα από το μπισκότο που είχε φάει στην αρχή του καφέ του ως συνοδευτικό.
“Συγνώμη που σ’ερωτεύτηκα”. Ο παπάς δοκίμαζε διάφορες ατάκες ψιθυριστά. “Συγνώμη που σ’ερωτεύτηκα, συγνώμη που αναπνέω.” Πιο πολύ για αποτυχημένο σκυλάδικο του έβγαιναν οι περισσότερες απόπειρες. Ο έρωτας δεν είναι δίκοπο μαχαίρι, είναι μαχαίρι χωρίς χερούλι που κόβει όποιον το κρατάει. Για αυτό τα καλύτερα τραγούδια για τον έρωτα τα γράφουν κάποιοι που πηδάνε δέκα διαφορετικές κάθε βράδυ.
Άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και σηκώθηκε να φύγει. Κάπως μεγάλο μπουρμπουάρ αλλά υπήρχε λόγος. Πέρασε πίσω από τον άνθρωπο που διάβαζε την αθλητική εφημερίδα και προσπάθησε να ταιριάξει τις εκφράσεις που είχε δει στο πρόσωπό του πριν λίγο με τα άρθρα. Δεν το κατάφερε. Παρασύρθηκε από μια εντυπωσιακή φωτογραφία και παραλίγο να τον πάρουν χαμπάρι. Παπάς άνθρωπος, είχε και κηδεία σε λίγο. Παππούς με εγγονό μαζί, αυτοκινητιστικό, ούτε μια γρατζουνιά δεν είχαν όμως όταν τους είδε που τους είχαν ετοιμάσει στο φέρετρο μαζί, με τα κεφάλια δίπλα-δίπλα. Γιατί άραγε τους έβαλαν έτσι; Ο μικρός τόσο μικρός που φαντάστηκε το κεφάλι του σαν ανοιχτή γραμμή με τα ουράνια, πέθανε πριν μάθει τα όρια του κόσμου αυτού. Κι ο παππούς τόσο γέρος που είχε μάλλον ήδη βρει το ταβάνι προ πολλού, η καράφλα του είχε γίνει ένα με το ταβάνι πιθανώς, καλογυαλισμένη ήταν. Καλά έκαναν και τους έβαλαν έτσι τελικά, σκέφτηκε ο παπάς. Κρίμα που δεν επιτρέπεται να θάβουμε στην εξοχή, ειδικά τα μικρά παιδιά θα έπρεπε να μπαίνουν κάτω από δέντρα δυνατά.
O καφετζής στεκόταν μπροστά στον πάγκο με τα μπρίκια και τα τηγάνια του και καθάριζε μηχανικά μια κατσαρόλα με τόση δύναμη που νόμιζες ότι προσπαθούσε να ξεβγάλει κολλημένες αμαρτίες που είχαν λιώσει μέσα στο μέταλλο κάπως. Στην πράξη χοιρινή τηγανιά ήταν που είχε κολλήσει αφού την ξέχασε στο μάτι παρασυρμένος από μια πρέφα στο διπλανό τραπέζι χθες το βράδυ. Κοίταξε από το παράθυρο και αναστέναξε τόσο βαθιά που μάλλον με τον εαυτό του τα είχε βάλει και όχι τον διαολεμένο αέρα που σχεδόν έριχνε τις λεύκες απέξω από το καφενείο και γέμιζε φύλλα την είσοδό του πάλι ενώ είχε μόλις σκουπίσει το χάραμα πριν ανοίξει. Τα εβδομήντα χρόνια του ήρθαν ύπουλα, σαν νίντζα έκλεβαν τη μνήμη του και τις αντοχές του, τον τσάντιζε έτσι που έφευγαν πράγματα που μπορούσε να κάνει μια ζωή χωρίς ειδοποίηση και χωρίς ανακοινώσεις. Δεν θα έπρεπε να δουλεύει ακόμα στα εβδομήντα αν δεν θα μπορούσε να δουλεύει και στα ογδόντα, τόσο απλό είναι το θέμα, νίντζα τι κάνουν εξάλλου στην Ελλάδα και γιατί κλέβουν ικανότητες ανθρώπων αντί να δολοφονούν Κινέζους μαφιόζους;
Όταν ξέθαψαν τη γυναίκα του καφετζή γιατί ακόμα και σε μεσαίου μεγέθους επαρχιακή πόλη το νεκροταφείο δεν τους χωράει όλους, ο παπάς τον είχε αφήσει να κρατήσει λίγο το κουτί με τα οστά της πριν το ξαναχώσουν σε άλλο σημείο που πάλι χρυσοπληρώνεις την Εκκλησία.
“Σου άφησε τίποτα από περιουσία;” ρώτησε ο παπάς, πάντα πρόθυμος να καταπατήσει προσωπικές στιγμές για να πάρει μια χρήσιμη πληροφορία.
-Τίποτα.
“Απίστευτο! Τόσες βαρετές συνεστιάσεις της είχες υποστεί. Τόσες φορές να στέκεσαι να την ακούς να βγάζει λόγους στον σύλλογο για τα αδέσποτα ή ότι σκατά σύλλογο είχε βίτσιο εκείνον τον καιρό. Τόσα βράδια που αυτή μεθούσε και την κουβαλούσες, τα σπίτια που όλο ήθελε να αλλάζει και εσύ στωικά κανόνιζες τις μετακομίσεις…”
-Ναι, ισχύουν όλα αυτά, τον διέκοψε ο καφετζής. Αλλά πήδηξα την αδελφή της.
“Είναι κι αυτό.” Ο παπάς ξεχάστηκε προς στιγμή γιατί του ήρθαν οι λεπτομέρειες εκείνης της καυτής εξομολόγησης και ταράχτηκε.
-Και τη μάνα της μια φορά.
“Δεν μου το είχες πει αυτό.”
-Δεν ήμουν σίγουρος, ήταν νύχτα, μπερδεύτηκα, αρχικά νόμιζα ήταν η γυναίκα μου.
“Ε, λογικό που δεν σου άφησε τίποτα ίσως τότε.”
Ο καφετζής τον κοίταξε σκεπτικός και του ήρθε ιδέα, από αυτές τις ιδέες που σε στοιχειώνουν αναδρομικά.
“Έπρεπε να είχα γαμήσει και την άλλη αδελφή της. Ίσως τότε να με παρατούσε να είχα ησυχάσει.”
Ο παπάς πήρε τα λείψανα από τα χέρια του και δεν το ξανασυζήτησαν. Μάλιστα δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα από εκείνη την ημέρα. Γιατί ο παπάς είχε λερωμένη την φωλιά του. Γιατί τα λείψανα του θύμιζαν τα μεσημέρια με την μακαρίτισσα στο γραφείο του, το ίδιο γραφείο που έκανε την ανάκριση του ηλεκτρολόγου πριν λίγο. Φορούσε περούκα και πολύ μακιγιάζ, κραγιόν τόσο πολύ που δεν είχε σημασία που ήταν κάποτε το στόμα της αλλά ο κώλος ήταν τριάντα χρόνια μικρότερος, ένα μικρό θαύμα κατά παραγγελία γιατί χρειαζόταν να ξεχαστεί. Και την έπαιρνε από πίσω με θέα το νεκροταφείο στο παράθυρο και σκεφτόταν “γαμώ τον τάφο της τώρα της γριάς, δίνω ζωή σε πεθαμένη, σα να τρώω κρύες σαρδέλες τα χαράματα ενώ γίνεται καταστροφικός σεισμός, χαλάλι η παπαδιά και οι μικρές, η γριά με τα κιτς ψηλοτάκουνα είναι όλα τα λεφτά” καθώς έβλεπε το νεκροταφείο και την τηλεόραση που έπαιζε μια αστυνομική σειρά. Και είχε κρυφούς αστυνομικούς και φανερούς και έναν που ερωτεύτηκε την κόρη του μαφιόζου και δεν ήταν σίγουρος πια αν θα βοηθούσε την αστυνομία ή τους μαφιόζους και έναν άλλο που ήταν μαφιόζος αλλά ήθελε να φύγει και άρχισε να βοηθάει την αστυνομία και ήταν τόσο μπλεγμένη η υπόθεση που το κεφάλι του ελάφρυνε, αναισθητοποιήθηκε έτσι όπως μόνο η καλή κακή τηλεόραση μπορεί να σε αποβλακώσει και δεν τελείωνε η σειρά, κάπως έπαιζαν σερί επεισόδια κι αυτός γαμούσε και στην τηλεόραση ανατινάζονταν αμάξια και κυνηγιόντουσαν αμάξια και έδεναν ανθρώπους, σκότωναν ανθρώπους, έμπαιναν φυλακή, έβγαιναν από την φυλακή, ούτε αυτοί που το έγραψαν δεν ήξεραν τι είχε γίνει μισή ώρα πιο πριν με τόση δράση.
Και μπράβο της, σκέφτηκε, δεν της έπεσε καν η μασέλα με τόσο δυνατό πήδημα τόση ώρα. Τελείωσε και καθώς την πέταγε από πάνω του αυτή έπεσε στο τηλεκοντρόλ και έκλεισε και την τηλεόραση και ο παπάς είχε ξεχάσει τα βάσανά του και κοιμήθηκε πρώτη φορά τόσο καλά καθώς η γυναίκα του καφετζή, περήφανη για το πολύωρο πήδημα που την επιβεβαίωνε σα γυναίκα, ξανάβαζε τρεις τόνους μακιγιάζ και κραγιόν εκεί που νόμιζε ότι έπρεπε να είναι πλέον το στόμα της , δεν ήξερε με σιγουριά μετά από τόσες πλαστικές.
Κι έτσι ο βγήκε από τον καφενέ ο παπάς ψάχνοντας στο κινητό του το τηλέφωνο της ΜινιΜούνοΜινιΜίνας. Κι αφήνοντας κάπως μεγάλο μπουρμπουάρ.
“Συγνώμη που σ’αγάπησα” μονολόγησε ξανά.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης έχει πάρει πολλές αδελφές και πολλές γριές. Συνήθως δεν αφήνει καμία όπως ο καφετζής που του ξέφυγε η μια αδελφή, no mercy φάση. Το κεφάλαιο αυτό είναι συνέχεια αυτών εδώ αν τα θέλετε όλα μαζί να ντερλικώσετε.