Τουτ, τουυυυυτ, τουυυυυυτ, «άντε ρε κοπελιά και έχουμε δουλειές να κάνουμε».
Παφ πουφ παφ πουφ, το αγχωτικό τσιγάρο στο χέρι της κοπέλας στο διπλανό αμάξι.
Δεν το καπνίζει στη πραγματικότητα, το μασάει.
«Δεν θέλω τέτοιους φίιιιιλουυυυς, δεν θελω τέεεεεετοιουυυυυυς φίιιιιιλους», ακούει ο 25αρης στο φορτηγάκι δίπλα, κοιτώντας νευρικά το κινητό του.
Μπιιιπ μπιιιπ, το μηχανάκι της ACS παραδίπλα, που από τις πολλές σφήνες νομίζεις πως την έχει δει δεύτερος Κόπερφιλντ.
Που πάτε, ωρέ, όλοι, άλλοι βιαστικοί, άλλοι σκυθρωποί, άλλοι βαριεστημένοι, αγχωμένοι, καψούρηδες, μερακλήδες, αλλά όλοι, μα όλοι, βιαστικοί;
Που πάτε όλοι τόσο βιαστικά, με το ρολόι-κινητό στο χέρι; Όσο συχνά και να το κοιτάτε αργήσατε. Πάρτε το απόφαση!
Η παρουσίαση θα αργήσει 5 λεπτά, το δέμα θα φτάσει 5 λεπτά αργότερα, την κοπελιά θα την στήσεις για ένα δεκάλεπτο (μέχρι να σενιαριστείς και να χτενιστείς πάνε τα 5 λεπτά), ο 45άρης θα αργήσει στο σημαντικότερο ραντεβού της ζωής του (αυτό ντε, που θα κάνει για να δει πώς πήγαν οι πωλήσεις της τσίχλας «miafouska».)
Μα τι καταστροφή. Τι τραγωδία. Να σε ορίζουν τα πέντε λεπτά. Να γυρνάει όλη η καθημερινότητά σου γύρω από 5 λεπτά. Να νιώθεις τους σφυγμούς σου να έχουν φτάσει τους 150 επειδή η Κηφισίας έχει κίνηση. Να παρακαλάς τον Θεό να μην σου τύχει το σκουπιδιάρικο μπροστά σου και τα πέντε λεπτά γίνουν δέκα, γιατί αυτό θα σήμαινε ολοκληρωτική καταστροφή.
Ναι βέβαια, γιατί ο Θεός δεν έχει με άλλα πράγματα να ασχοληθεί. Τι να του πουν οι ανεμοστρόβιλοι στην Οκλαχόμα, οι νεκροί στη Συρία, τα παιδιά στην Αφρική; Εδώ μιλάμε για 5 ολόκληρα λεπτά που σου ορίζουν τη δική σου ζωή.
Αλλά φταις κι εσύ; Όχι, δεν φταις.
Έτσι έχεις μεγαλώσει. Και εσύ κι εγώ κι ο διπλανός μου.
Έτσι θα μεγαλώσω και εγώ τα παιδιά μου και εκείνα τα δικά τους (ή μπορεί και όχι).
Γιατί έτσι μας θέλει ο κόσμος αυτός, καλο-κουρδισμένους και προγραμματισμένους.
Ξυπνάς στις 08.00, πλένεις δόντια μέχρι τις 08.05, κάνεις ντους μέχρι τις 08.15, τρως το άπαχο γιαούρτι σου ή πίνεις το άπαχο βιολογικό σου γάλα μέχρι τις 08.30, δίνεις τα πεταχτά φιλιά σου στα παιδιά σου στις 08.32, ρίχνεις μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη στις 08.33, βλαστημάς για ένα λεπτό την ώρα και τη στιγμή που φόρεσες αυτό το παντελόνι, πήγε 08.34, έχεις ένα λεπτό να βγεις από τη πόρτα, τρέχεις. Βιαστικός, λαχανιασμένος, κουρασμένος ήδη από την αρχή της ημέρας. Δεν λες καλημέρα πουθενά, για καλημέρες είμαστε τώρα; Κοντεύει 08.35!
Είσαι ρυθμισμένος να είσαι στο αυτοκίνητο στις 08.35. Αν μπεις μέσα στις 08.36 η μέρα σου καταστρέφεται. Αυτό ήταν…
Τέτοια κάνεις, έτσι είναι η ζωή σου τώρα. Γι’ αυτό όταν φύγεις από την μεγαλούπολη και πας στην επαρχία σου ‘ρχεται να χιμήξεις στον καφετζή που έχει το θράσος να μιλάει με τη γειτόνισσα ενώ του έχεις παραγγείλει τον freddo εδώ και 5 ολόκληρα λεπτά. Μη σχολιάσω το ότι δεν ξέρει να τον φτιάχνει καλά. Μα χάλασε ο κόσμος να ανοίξει ένα σταρμπαξ και στην Ανω – Πουθενίτσα;
Αυτά σκέφτεσαι ενώ ταυτόχρονα κάνεις μεγαλεπήβολα σχέδια για τη νέα σου επιχειρηματική κίνηση στην Ανω-Πουθενίτσα, «για να μάθουν επιτέλους να πίνουν καλό καφέ». Και πάνω που είχες μια ευκαιρία να δεις κάτι παραπάνω από ντουβάρια και γκρι τσιμέντα, πάνω στη στιγμή που πέρασε από μπροστά σου μια πολύχρωμη πεταλούδα, έπνιξες την παιδική σου λαχτάρα να χαζέψεις το πανέμορφο πέταγμά της γιατί άρχισες να σκέφτεσαι πάλι σε euro-mode.
Καλύτερα κάτσε λοιπόν στο αμάξι σου και πάτα γκάζι μπας και προλάβεις την συνάντηση. Να είσαι συνεπής, σενιαρισμένος, γυαλισμένος. Να επιβληθείς. Να ξεχωρίσεις. Να είσαι πέντε λεπτά πιο πριν εκεί, για να προετοιμαστείς. Αυτά τα πέντε λεπτά θα κάνουν τη διαφορά. Θα περάσεις 25 πορτοκαλο-κόκκινα φανάρια προκειμένου να είσαι εκεί πέντε λεπτά νωρίτερα.
Σου έχω νέα όμως φιλαράκι μου.
Ξέρεις πόσα είναι τα δικά σου πέντε λεπτά μπροστά στην αιωνιότητα; Ένα τίποτα, ούτε καν μια κουκίδα στο σύμπαν.
Άνοιξε λίγο την ηλιοροφή του αυτοκινήτου σου και κοιτά ψηλά, κοίτα τον ουρανό. Αφέσου και φαντάσου το πλάνο να ανοίγει… κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο… Κοίτα ψηλά, φθάσε ψηλά, λίγο ακόμα, έλα μη φοβάσαι, ακούμπα ουρανό και πέρνα από πάνω του, λίγο πιο ψηλά…. εκεί, εκεί είσαι καλά. Τώρα σκύψε κάτω και κοίτα. Βλέπεις αυτό που βλέπω;
Είσαι μια κουκίδα, ή μάλλον όχι, δεν είσαι εσύ αυτή η κουκίδα, εσύ δεν φαίνεσαι πουθενά, η κουκίδα αυτή είναι η Αθήνα…. ή μάλλον η Ελλάδα ολόκληρη.
Κοίτα δίπλα, κι άλλες χώρες, άνοιξε το πλάνο κι άλλο και κοίτα… κι άλλες ήπειροι, κοίτα τις απέραντες θάλασσες, κοίτα τα βουνά, κοίτα πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος. Και βλέπεις μόνο έναν πλανήτη, τον δικό σου. Σκέψου να τους έβλεπες όλους.
Πόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι σαν εσένα είναι εκεί κάτω… δεν μπορείς καν να διανοηθείς. Πόσο πιο σημαντικά πράγματα, από τα δικά σου πέντε λεπτά, συμβαίνουν αυτή τη στιγμή σε όλον αυτόν τον πλανήτη. Μωρά γεννιούνται, άνθρωποι πεθαίνουν, ερωτεύονται, παντρεύονται, χωρίζουν, γελάνε, κλαίνε…. άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με σένα, άνθρωποι σαν κι εσένα, κοινωνίες οργανωμένες, κοινωνίες άναρχες, ζώα άγρια, πεταλούδες πολύχρωμες, λιβάδια πράσινα, βουνά πανύψηλα, θάλασσες και βυθός απέραντος….
Και μετά σκέψου κι αυτό: σκέψου, λέει, να ήταν όλα αλλιώς. Όλα ήσυχα και φωτεινά, όλα ήρεμα και πολύχρωμα. Χωρίς παρεμβολές, χωρίς πουθενά γκρι, άγχη, κόρνες, βρισίδια, αγανάκτηση. Σκέψου να ήσουν ένα κομμάτι ενός όμορφου τοπίου ενός παζλ. Και όχι ένα ακόμα παράσιτο στο θόρυβο της πόλης.
Γιατί σε βλέπω σκεφτικό;
Τι; Σκέφτεσαι πόσο μικρός είσαι εσύ σε όλη αυτή την απεραντοσύνη;
Αυτό να σκέφτεσαι κάθε φορά που νομίζεις πως τα 5 λεπτά τα δικά σου είναι η αρχή και το τέλος του σύμπαντος.
Και μόνο τότε θα ξεχάσεις που είναι η κόρνα σου. Και μόνο τότε θα κάνεις την διαφορά.
Σοφία Ξανθοπούλου
Γεννήθηκε το 1975 (στην Αναγέννηση του 16ου αιώνα), στην Αθήνα (στη Γαλλία) και βγάζει το ψωμάκι της ως διαφημίστρια (ζωγράφος) σε μια πολυεθνική εταιρία (gallery). Έγινε μητέρα στα 36 της χρόνια (στα 26 της), ζει στην εξωτική Ηλιούπολη (Παρίσι) και περνάει τις ομορφότερες στιγμές της ζωής της (oh, indeed). Παίζει αργά τα βράδια (κάθε βράδυ 5 ώρες) World of Warcraft (πιάνο) και τρελαίνεται να ασχολείται με τα playmobil και τις πλαστελίνες των κοριτσιών της (playmobil και πλαστελίνες). Η Έλλη και η Κυριακή είναι το ομορφότερο δώρο που της χάρισε η ζωή αυτή (και όλες οι προηγούμενες και οι επόμενες).