Τα ψάρια φαίνεται ότι κατείχαν άκρως εξέχουσα θέση και στη μαγειρική κουλτούρα της Σικελίας. Σύμφωνα με μια πηγή, αποκαλούσαν τη θάλασσα «γλυκιά» επειδή απολάμβαναν τόσο πολύ το φαγητό που έβγαινε απ’ αυτήν. Ο Αθήναιος αναφέρει ένα ζωγράφο από την Κύζικο λάτρη των ψαριών, τον Ανδροκύδη, ο οποίος ζωγράφισε τη γλυκιά παραγωγή εκείνων των γλυκών νερών με παθιασμένες και φιλήδονες λεπτομέρειες, σε μια απεικόνιση του πολυκέφαλου τέρατος της Σκύλας στις αρχές του 4ου αιώνα. Ίσως θα έπρεπε να δούμε τα πολυάριθμα αρχαία ψηφιδωτά με σκηνές θαλάσσιας ζωής υπό την ίδια προοπτική που βλέπουμε σήμερα τις ολλανδικές νεκρές φύσεις, όχι σαν εγκεφαλικές ρεαλιστικές μελέτες, αλλά σαν τρυφερές αναπαραγωγές επιθυμητών και ακριβών αγαθών. Ο κωμικός ποιητής Επίχαρμος, ο οποίος εργάστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα στις Συρακούσες, τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της Σικελίας, φαίνεται να ασχολείται κατ’ αποκλειστικότητα με τα θαλασσινά, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του, αν και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς δεν ήταν πάντοτε σίγουροι σε τι αναφερόταν:
Σύμφωνα με το Νίκανδρο, ο Επίχαρμος αναφέρει κι ένα άλλο είδος καβουριού, την κολύβδαινα […] υπό το όνομα «θαλάσσιον αιδοίον». Ο Ηρακλείδης ο Συρακούσιος, εντούτοις, στο έργο του «Οψαρτυτικόν», ισχυρίζεται ότι αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Επίχαρμος είναι στην πραγματικότητα η γαρίδα.
Σ’ ένα έργο του υπό τον τίτλο «Γη και θάλασσα», ο Επίχαρμος περιέλαβε μια διαμάχη ανάμεσα σε γεωργούς και ψαράδες, που τσακώνονταν για το ποιο στοιχείο της φύσης παρήγαγε τα καλύτερα προϊόντα.
Η Σικελία γέννησε επίσης τα πρώτα βιβλία μαγειρικής. Μια από τις παλαιότερες διατριβές ήταν του Μίθαικου εκ Σικελίας, ενός διάσημου μάγειρου που τον αναφέρει και ο Πλάτων και τον οποίο κάποιος συγγραφέας αποκαλούσε Φειδία της κουζίνας. Τα αποσπάσματα του έργου του είναι ελάχιστα, αλλά κάθε άλλο παρά αντικρούουν την εντύπωση ότι το ψάρι κυριαρχούσε ήδη εκείνη την εποχή: «Ο Μίθαικος αναφέρει το ψάρι που λέγεται χειλού»· συμβουλεύει ο Μίθαικος: «Κόψε το κεφάλι της ταινίας. Πλύνε τη και κόψε τη σε φέτες. Πασπάλισέ τη με τυρί και λάδι» — μια από τις παλαιότερες σωζόμενες συνταγές που εκδόθηκαν ποτέ5.
Κανένα βιβλίο μαγειρικής και καμία πραγματεία περί γαστρονομίας δε σώζεται από την Αθήνα, ενώ η συνεισφορά των Αθηναίων στην ιστορία της γαστριμαργίας περιορίζεται στα γλυκίσματά τους. Η Αττική Κωμωδία εντούτοις, και ειδικά η επονομαζόμενη Μέση και Νέα Κωμωδία του 4ου και των αρχών του 3ου αιώνα, μας προσφέρει πολλές αποδείξεις ότι οι πολίτες της μεγαλύτερης και πλουσιότερης πόλης της κλασικής περιόδου συμμερίζονταν τα ενδιαφέροντα των καλοφαγάδων της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας. Όποιος πιάσει στα χέρια του μια επιλογή από αποσπάσματα κωμωδιών του 4ου αιώνα θα εντυπωσιαστεί αμέσως από το μεγάλο αριθμό αναφορών στην κατανάλωση ψαριών. Σε τακτική βάση, οι ήρωες αλλάζουν εντελώς θέμα για να απαγγείλουν μακριές και σε περίτεχνους στίχους λίστες για ψώνια στην ψαραγορά, μενού με ψάρια και συνταγές για δείπνα ψαροφαγίας, στις οποίες περιγράφονται λεπτομερώς τα υλικά και οι μέθοδοι παρασκευής. Ένας κωμικός μάγειρος, για παράδειγμα, στο «Στρατιώτη» του Φιλήμονος, περιγράφει μια απλή συνταγή με την ακόλουθη κομπορρημοσύνη:
Διότι μια λαχτάρα μ’ έπιασε ξαφνικά να βγω και να το πω στον κόσμο, αλλά και στα ουράνια, πώς ετοίμασα το πιάτο. Μα την Αθηνά, πόσο ευχάριστο είναι να το πετυχαίνω κάθε φορά. Τι ψάρι τρυφερό ήταν αυτό που είχα μπροστά μου! Τι πιάτο ετοίμασα! Όχι φαρμακωμένο από τα τυριά, ούτε σκεπασμένο από πάνω με χορταρικά, ξεπρόβαλε από το φούρνο ψημένο όπως ήταν και ζωντανό. Τόσο τρυφερή, τόσο απαλή ήταν η φωτιά που άναψα για να το μαγειρέψω. Δε θα πιστέψετε το αποτέλεσμα. Ήταν όπως όταν ένα κοτόπουλο αρπάξει κάτι μεγαλύτερο απ ό,τι μπορεί να καταπιεί και αρχίζει να τρέχει γύρω γύρω κάνοντας κύκλους, ανίκανο να το αφήσει από τα μάτια του κι αποφασισμένο να το καταπιεί, ενώ τα άλλα κοτόπουλα το κυνηγάνε από πίσω. Το ίδιο ακριβώς συνέβη τότε: ο πρώτος άντρας που ανακάλυψε τις ηδονές του πιάτου πήδηξε πάνω κι έτρεχε γύρω γύρω, παίρνοντας το πιάτο μαζί του, ενώ οι άλλοι τον ακολουθούσαν καταπόδας. Επέτρεψα στον εαυτό μου να τσιρίξει από χαρά, καθώς μερικοί άρπαζαν κάτι, κάποιοι τα άρπαζαν όλα και άλλοι δεν άρπαζαν τίποτα. Και να σκεφτείς ότι είχα αναλάβει ένα ποταμόψαρο, που τρέφεται μέσα στο βόρβορο. Αν είχα στα χέρια μου κανένα σκάρο ή γλαυκίσκο από την Αττική, ή καρχαρία από το Αργός [της Αμφιλοχίας], ή μουγγρί από την αγαπημένη μου Σικυώνα, το ψάρι που κουβαλάει ο Ποσειδώνας στους θεούς στον ουρανό, τότε όλοι όσοι τα έτρωγαν θα είχαν γίνει θεοί. Έχω ανακαλύψει το μυστικό της αθανασίας· και πεθαμένους ανασταίνω, μόλις η μυρωδιά του ψαριού μου φτάσει στα ρουθούνια τους.
Εκτός κωμωδίας, οι αναφορές στην κατανάλωση ψαριών είναι κάπως λιγότερες αριθμητικά, αλλά συχνά παρουσιάζουν ακόμα πιο άμεσες και εντυπωσιακές μαρτυρίες για τις μανίες των πολιτών. Ο Δημοσθένης επισημαίνει με αηδία ότι, όταν ο Φιλοκράτης δωροδοκήθηκε για να προδώσει την πόλη του στους Μακεδόνες, ξόδεψε τα ανήθικα αποκτηθέντα χρήματα σε πόρνες και ψάρια. Ο Αισχίνης, όταν επιτίθεται στον αντίπαλο του τον Τίμαρχο με σκοπό να του στερήσει τα πολιτικά του δικαιώματα, θυμάται ότι τον είδε πολλές φορές να συχνάζει στα ψαράδικα με το «φίλο» του τον Ηγήσανδρο6.
Οι Έλληνες δεν ήταν τόσο τυφλωμένοι από την αγάπη τους για τα ψάρια ώστε να αγνοούν τα καθήκοντα του σωστού γευσιογνώστη. Μέσα στις ευγενείς τάξεις της θαλάσσιας πανίδας, αναγνώριζαν την ύπαρξη ευδιάκριτων ιεραρχιών, χωρίς να υπάρχει πάντοτε καθολική ομοφωνία. Τα παστά ψάρια ή ταρίχους, για παράδειγμα, τα περιφρονούσαν σε γενικές γραμμές και ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τη φράση «πιο φτηνό κι απ’ τα παστά ψάρια» με την έννοια του «δυο δεκάρες η οκά». Οι διάφορες ποικιλίες είχαν τους υποστηρικτές τους[1] πολλοί επαινούσαν τον τόννο, όταν παστωνόταν τη σωστή εποχή, κομμένος σε λωρίδες ή φέτες, και ο Αρχέστρατος έλεγε πολλά καλά λόγια για το παστό σκουμπρί. Ο Ευθύδημος, ένας συγγραφέας περί διατροφής της ελληνιστικής περιόδου, έγραψε μάλιστα μια πραγματεία επί του θέματος, παρ’ όλο που το εγκώμιο του παστού ψαριού, το οποίο απέδιδε στον Ησίοδο και στον οποίο παρέπεμπε για να στηρίξει την άποψή του, θεωρήθηκε πλαστογραφημένο7.
Ανάμεσα στα φρέσκα ψάρια, την κατώτερη θέση καταλάμβαναν τα διάφορα μικρά ψαράκια, που δεν είναι εύκολο πάντοτε να βρούμε ανάλογά τους στη σημερινή θαλάσσια πανίδα. Ένα απόσπασμα από την κωμωδία του Τιμοκλέους «Επιχαιρέκακος» (δηλαδή αυτός που χαίρεται με τις δυσκολίες των άλλων), παρακολουθεί τον παράσιτο*, που ήταν γνωστός ως Κορυδαλλός, στη μάλλον πρωτοφανή γι’ αυτόν εμπειρία να ψωνίζει στην αγορά. Πηγαίνει στα χέλια, στον τόννο, στα σελάχια, στις καραβίδες, και ρωτάει την τιμή του καθενός με τη σειρά. Όλα κοστίζουν πολύ πάνω από τα τέσσερα μπρούντζινα νομίσματα που έχει. Συνειδητοποιώντας τελικά ότι δεν τον παίρνει οικονομικά, τρέχει βιαστικά προς τις μεμβράδες, τα μικρά ψαράκια που αποκαλούμε χαψία, τις σαρδέλες ή το γαύρο. Ένας άλλος παράσιτος, στην «Ορχηστρίδα» του Αλέξιδος, διαμαρτύρεται για το πόσο δύσκολο είναι να εξασφαλίσει κάποιος μιά πρόσκληση σε πλούσιο δείπνο* θα προτιμούσε να μοιραστεί ένα πιάτο γαύρο με κάποιον που να μιλάει την καθαρή αττική διάλεκτο. Αλλα αποσπάσματα επιβεβαιώνουν την παρατήρηση ότι, στην Αθήνα τουλάχιστον, τα μικρά ψάρια θεωρούνταν τροφή κατάλληλη μόνο για ζητιάνους, απελεύθερους και χωριάτες που δεν ήξεραν τι τους γίνεται* στην άποψη αυτή επιτίθεται με ζήλο ο ψαράς που πουλάει γαύρο στους «Σφήκες» του Αριστοφάνους, κατηγορώντας όσους περιφρονούν την πραμάτεια του για ελιτισμό8.
Στον άλλο δίσκο της πλάστιγγας βρίσκουμε τις σπουδαίες λιχουδιές, ανάμεσά τους τον τόννο, το ροφό, το μουγγρί, τον κέφαλο, το μπαρμπούνι, την τσιπούρα, το λαβράκι, ένα αγνώστου ταυτότητας πλάσμα γνωστό ως «ασημόψαρο» ή γλαύκο και τα οστρακόδερμα γνωστά ως κάραβους, κάτι άχαρες ποταμίσιες καραβίδες μεταξύ αστακού και γαρίδας. Κάποια κομμάτια έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης: από τον τόννο, η κοιλιά και το ψαχνό της περιοχής του λαιμού* από το λαβράκι, το γλαύκο και το μουγγρί, το κεφάλι. Εντούτοις, ασυναγώνιστο, ο αδιαμφισβήτητος αφέντης στον πάγκο του ψαρά, ήταν το χέλι. Ο Αρχέστρατος θεωρούσε καλύτερα τα χέλια που ψαρεύονταν στα στενά της Μεσσίνης:
Εσύ, πολίτη της Μεσσίνης, έχεις το πλεονέκτημα έναντι όλων ημών των άλλων θνητών να φέρνεις στα χείλη σου τέτοια λιχουδιά. Τα χέλια του ποταμού Στρυμόνα, ωστόσο, και εκείνα της λίμνης Κωπαΐδας έχουν έξοχη φήμη λόγω του μεγάλου μεγέθους τους και του θαυμαστού πάχους τους. Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι το χέλι βασιλεύει επί όλων των άλλων φαγητών και δεσπόζει στο πεδίο της απόλαυσης κι ας είναι το μοναδικό ψάρι χωρίς ραχοκοκαλιά.
Οι Έλληνες πίστευαν ευρέως ότι οι Αιγύπτιοι λάτρευαν το χέλι, πράγμα που έδωσε σε πολλούς κωμικούς συγγραφείς την ευκαιρία για βαθυστόχαστες πολιτιστικές συγκρίσεις:
Δε θα μπορούσα ποτέ να συνάψω συμμαχία μαζί σου’ οι τρόποι και οι συνήθειές μας δε μοιάζουν καθόλου με τις δικές σας και μας χωρίζουν σημαντικές διαφορές. Εσύ προσκυνάς την αγελάδα, εγώ τη θυσιάζω στους θεούς. Εσύ θεωρείς το χέλι σπουδαιότερη θεότητα, εγώ σπουδαιότερο πιάτο.
Ένας άλλος πίστευε ότι οι Αιγύπτιοι είχαν συλλάβει πολύ σωστά το νόημα:
Λένε ότι οι Αιγύπτιοι είναι έξυπνοι, εκτός των άλλων επειδή θεωρούν το χέλι ισότιμο των θεών στην πραγματικότητα, έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από τους θεούς, αφού, για να τους πλησιάσουμε αυτούς, το μόνο που χρειάζεται είναι να προσευχηθούμε, ενώ για να πλησιάσουμε σε απόσταση μυρωδιάς το χέλι, θα πρέπει να σκάσουμε τουλάχιστον δώδεκα δραχμές, μπορεί και παραπάνω, τόσο σεβάσμιο και όσιο πλάσμα είναι9.
Διαβάζοντας τα αποσπάσματα αυτά, παίρνουμε μια ιδέα για το ασυνήθιστο πάθος που έτρεφαν οι Αθηναίοι προς τα ψάρια. Μιλούν για τα ψάρια σαν να είναι ένας ακατανίκητος πειρασμός και τα ορέγονται μ’ έναν πόθο που πλησιάζει τον σεξουαλικό. Την ένταση της όρεξης των Αθηναίων παρουσιάζουν πιο λεπτομερώς κάποια αποσπάσματα, στα οποία το ψάρι εμπλέκεται σε μια κυριολεκτική ή μεταφορική αποπλάνηση. Στο έργο του Αναξανδρίδου «Οδυσσεύς», για παράδειγμα, συναντάμε το ακόλουθο εγκώμιο της τέχνης του ψαρά:
Ποιο άλλο επάγγελμα κάνει τα χείλη των νεαρών να καίνε, τα δάχτυλά τους να σπρώχνουν νευρικά, ή να πνίγονται στη βιασύνη τους να καταπιούν; Και μόνον όταν είναι τιγκαρισμένη στο ψάρι η αγορά, δεν είναι που δημιουργούνται οι σχέσεις; Διότι ποιος θνητός κανονίζει ραντεβού για δείπνο, όταν το μόνο που υπάρχει για πούλημα είναι φτηνόψαρα, μαυρόψαρα ή καμιά μαρίδα; Και όταν θέλεις να ψαρέψεις κανέναν πραγματικό κούκλο, με τι μαγικά λόγια, με τι κολακείες θα τον ρίξεις του, αν βγάλεις απέξω την τέχνη του ψαρά; Αφού αυτή η τέχνη τον ξελογιάζει με τη θωριά των βρασμένων ψαριών και οδηγεί τα σώματα στις πύλες του φαγητού και τ’ αναγκάζει να υποκύψουν χωρίς πληρωμή.
Ο ανεκδοτολόγος Λυγκεύς ο Σάμιος άφηνε μάλιστα να εννοηθεί, κάπως σκανδαλιάρικα, ότι για χάρη του ροδίτικου ψαριού (του περίφημου σκυλόψαρου, φυσικά) ο Αθηναίος ήρωας Θησεύς παραχώρησε την εύνοιά του στον Τληπόλεμο, το μυθικό ιδρυτή του νησιού. Σε μεταγενέστερη περίοδο, υπάρχουν αποδείξεις ότι οι αρχαίοι θεωρούσαν την επιρροή που ασκούσε το ψάρι στην αποπλάνηση ως ένδειξη μαγικής δύναμης. Ο Απουλήιος, ο συγγραφέας του «Χρυσού όνου», αναγκάστηκε να αντικρούσει την κατηγορία ότι έφτιαξε ερωτικό ξόρκι για την πλούσια και ηλικιωμένη σύζυγο του με τη μαγική Βοήθεια ενός ψαριού που προμηθεύτηκε στην αγορά. Στην κλασική περίοδο, ελάχιστες αποδείξεις υπάρχουν γι’ αυτή την υπερφυσική σχέση, παρ’ όλο που το μπαρμπούνι λόγω του ονόματος του που περιέχει τον αριθμό τρία — τρίγλη στα αρχαία ελληνικά — συσχετιζόταν με την τρίμορφη αφέντρα των μαγισσών και φύλακα των σταυροδρομιών, την Εκάτη. Από την άλλη μεριά, στην αττική αγγειογραφία βλέπουμε ότι τα ψάρια χρησίμευαν ως ερωτικά δώρα. Ένα αγγείο απεικονίζει έναν νεαρό και τον υπηρέτη του να πλησιάζουν μια εταίρα που γνέθει μαλλί, φέρνοντάς της για δώρο ένα χταπόδι και δύο πουλιά. Ένα άλλο αγγείο που βρισκόταν κάποτε στο Λένινγκραντ αλλά τώρα έχει χαθεί, έδειχνε ένα φτερωτό Έρωτα να προσφέρει ένα τσέρκι κι ένα μεγάλο ψάρι σ’ ένα αγόρι καθισμένο και τυλιγμένο με το μανδύα του10.
Λεν είναι μόνο η νοστιμιά των ψαριών που τα συνδέει με την αποπλάνηση, αλλά και η όψη τους. Οι δύο αδελφές, που ήταν γνωστές ως «σαρδέλες» [αφύαι < αφύω = είμαι ή γίνομαι λευκός] και αναφέρονταν σ’ ένα λόγο του Υπερείδου, ονομάστηκαν έτσι προφανώς εξαιτίας «της πάλλευκης επιδερμίδας τους; της λεπτής σιλουέτας τους και των μεγάλων ματιών τους». Και έτσι, με μια εντυπωσιακή μεταφορική μετάβαση από το ορεκτικό στην αποπλάνηση, τα ψάρια καταλήγουν να αναπαριστώνται σαν κοκέτες ερωμένες και μαιτρέσες. Αυτή τη συγχώνευση εικόνων αναπτύσσει πλήρως ένα απόσπασμα της κωμωδίας του Αιφίλου «Έμπορος». Ο ομιλητής διαμαρτύρεται για την ψηλή τιμή που ζητούν για τα ψάρια:
Πάντως, αν ποτέ κάποιο από αυτά μου χαμογελούσε, θα πλήρωνα – Βογκώντας έστω – όλα όσα μου ζητάει ο ψαράς.
Αυτή η εικόνα, τόσο ασυνήθιστη για τη δική μας νοοτροπία, να παρομοιάζονται τα ψάρια με σαγηνευτικά σώματα, να συγκρίνονται κατά κάποιο τρόπο με τα όμορφα αγόρια και τις εταίρες, στην αποπλάνηση των οποίων βοηθούσαν, αυτή η εικόνα λοιπόν κρύβεται πίσω από το συνηθισμένο ρητορικό σχήμα που συγκρίνει το χέλι, «ενδεδυμένο» με παντζάρι (ή ίσως, πιο λογικό, με παντζαρόφυλλα), με κοπέλα της παντρειάς ή με εκθαμβωτική θεά. Όταν ο Δικαιόπολις, ο ήρωας των «Αχαρνέων» του Αριστοφάνους, μαθαίνει ότι ο Βοιωτός λαθρέμπορος έχει πενήντα «μορφονιές από την Κωπαΐδα» στο σακί του, ξεσπάει σε διθυράμβους: «Ω λαχταριστό και μυριοπόθητο, καλοφαγάδων όνειρο». Στην «Ειρήνη», κάποιος φαντάζεται την αντίδραση του Μελανθίου, ενός τραγικού ποιητή που λάτρευε τα ψάρια, όταν φτάνει στα ψαράδικα πολύ αργά για να βρει χέλια: «Χάθηκα αχ, χάθηκα αχ», φωνάζει και ξεσπάει σ’ ένα μονόλογο-παρωδία, σταχυολογημένο από μια κορυφαία σκηνή της δικής του «Μήδειας», «στερημένος εγώ απ αυτή που σε παντζαρόφυλλα κείτεται μέσα». Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι τέτοιες ασυνήθιστες μεταφορές είναι αναμενόμενες στον κωμικό λόγο, ο οποίος διακρίνεται για την αγάπη του προς τις εντυπωσιακές και αταίριαστες εικόνες, η πρακτική όμως να συγκρίνουν τις γυναίκες με λαχταριστά ψάρια και τα ψάρια με γυναίκες μοιάζει αρκετά γενικευμένη στην αθηναϊκή κοινωνία. Εκτός από τις αδελφές σαρδέλες που αναφέραμε πιο πάνω, βρίσκουμε αυλητρίδες και εταίρες με παρατσούκλια όπως «Αθερίνα», «Μπαρμπούνι» και «Σουπιά», κάτι που εκμεταλλεύτηκε πλήρως ο κωμικός ποιητής Αντιφάνης στο έργο του «Αλιευομένη». Στο έργο αυτό, παίζει με το διπλό νόημα των ονομάτων των ψαριών, έτσι που δυσκολεύεται να καταλάβει κανείς κάθε φορά αν σατιρίζει τα θύματά του για την αγάπη τους προς τα ψάρια ή για την υπερβολική αφοσίωσή τους στις εταίρες και τα αγόρια11.
Τα ψάρια αποπλανούν και κατακτούν. Λειτουργούν σαν δυνάμεις πειθούς, σαν δέλεαρ για τις εταίρες ή σαν μαγική δύναμη για φυλαχτά. Οι κωμικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν την ιδέα ότι τα ψάρια είναι ακαταμάχητα, για να δημιουργήσουν διασκεδαστικές κατάρες και βλασφημίες. Στους «Ιππείς» του Αριστοφάνους, ο Αγοράκριτος, ο πωλητής λουκάνικων, καταριέται τον Παφλαγόνα (μια ελάχιστα μεταμφιεσμένη καρικατούρα του δημαγωγού Κλέωνος), τον αντίπαλο του στην εύνοια του ηλικιωμένου Δήμου (δηλαδή του λαού), ως ακολούθως:
Δεν θα σε φοβερίσω εγώ’ μια ευχή σου δίνω μοναχά: Να ‘χεις το τηγάνι στη φωτιά με καλαμάρια’ κι επειδή για τους Μιλήσιους πρόκειται να κάμεις στη λαοσύναξη μια πρόταση που, αν πάει καλά, θα βγάλεις ένα τάλαντο, να βιάζεσαι να φας, αλλά και στη λαοσύναξη να πας’ εκεί που τρως, στο σπίτι σου να ‘ρθει ένας από τη Μίλητο, για να τα συζητήσετε’ και, θέλοντας να μη χαθεί το τάλαντο, μα και να φας τα καλαμάρια, να πνιγείς απ την πολλή τη βιάση.
Στους «Αχαρνείς», ο Αριστοφάνης εξαπολύει μια παρόμοια κατάρα εναντίον ενός αντιπάλου θεατρικού συγγραφέα* αυτή τη φορά το πολυπόθητο καλαμάρι εικονίζεται να πλησιάζει αργά και σκανδαλιστικά τον καταραμένο και να εξοκείλει στο τραπέζι δίπλα του, για να του το αρπάξει την τελευταία στιγμή ένας σκύλος. Ο Αντιφάνης μάλιστα χρησιμοποιεί σ’ έναν όρκο την ακαταμάχητη γοητεία που ασκούν τα ψάρια στον ψαρομανή: «Ορκίζομαι να εγκαταλείψω αμέσως το σκοπό μου, μόλις ο Καλλιμέδων παρατήσει το κεφάλι του γλαύκου», λέει ένας ήρωας με αποφασιστική περιφρόνηση,
Δεν είναι περίεργο λοιπόν το γεγονός ότι ο στωικός Χρύσιππος, ο οποίος έγραψε τον επόμενο αιώνα, προτιμούσε να αναφέρει αυτούς τους ανθρώπους ως οψομανείς αντί για οψοφάγους, συγκρίνοντάς τους με τον άντρα που είναι γυναικομανής, δηλαδή έχει μανία με τις γυναίκες12.
[1] Παράσιτος ονομαζόταν αυτός που έτρωγε σε δείπνα απροσκάλεστος.
[1] Γραμματικοί των ελληνιστικών χρόνων που θεωρούσαν μόνο την «Ιλιάδα» έργο του Ομήρου και την «Οδύσσεια» την απέδιδαν σε άλλο ποιητή.
—————————————————————–
ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ – ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ – ηδονές, καταχρήσεις & πάθη – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΛΗΜΗΤΡΙΟΥ
Παραπομπές:
- Ξενοφών, Απομνημονεύματα 3-14 Η καλύτερη εξέταση του όρου απαντάται στο «Όψον και οψάριον» του Γ. Καλιτσουνάκη, στο Festschrift fur Paul W. Kretschmer: Beitrage zur griechischen und lateinischen Sprachforschung, (Βιέννη κ.λπ., 1926), σσ. 96-106.
- Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι 667 κ.ε. Φαίνεται ότι, σε πολλές ελληνικές πόλεις, ήταν έθιμο να αναγγέλλουν την άφιξη της ψαριάς μ’ ένα καμπανάκι και σ’ αυτό στηρίζεται ένα ανέκδοτο του γεωγράφου Στράβωνος: «Ένας κιθαρωδός έκανε επίδειξη της τέχνης του. Ο κόσμος τον άκουγε προσεκτικά, μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το καμπανάκι του ψαρά’ τότε τον εγκατέλειψαν όλοι και έτρεξαν στα ψαράδικα, εκτός από έναν άντρα, ο οποίος τύχαινε να είναι μισόκουφος. Ο κιθαρωδός τον πλησίασε λοιπόν και του είπε: “Πρέπει να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, κύριε, για την ευγένεια και τη φιλομουσία σας’ όλοι οι άλλοι έγιναν καπνός μόλις άκουσαν το καμπανάκι”. Κι ο άλλος τον ρώτησε: “Τι έγινε; Χτύπησε το καμπανάκι;” και, όταν ο κιθαρωδός του απάντησε καταφατικά, τον αποχαιρέτησε βιαστικά και έτρεξε να προλάβει τους άλλους» (14.2.21, σ. 658, Ίασος).
- Αρχέστρατος 15 και 21.
- Φύλαρχος FGrHist 81 F45* Διόδωρος ο Σικελιώτης 8.19′ Θεόφραστος (ή Χαμαιλέων ο Ποντικός), Περί ηδονής [Αθήναιος 6.273c].
- Κλέαρχος F59 (Wehrli) [Αθήναιος 12.518c]· Αθήναιος 8.341a, 3.105c, 7.282a και 325f* Πλάτων, Γοργίας 518b με τον Dodds αυτόθι.
- Δημοσθένης 19.229* Αισχίνης 1.42, 65 και 95.
- Αριστοφάνης, Σφήκες 491* Αθήναιος 3-ll6ad.
- Αριστοφάνης, Σφήκες 495* Τιμοκλής 11 Κ-Α* Άλεξις 200, 159 Κ-Α* Χρύσιππος, Περί του καλού και της ηδονής [Αθήναιος 7.285d]* Αντιφάνης 69 Κ-Α. Αλλα ψάρια που εμπίπτουν σ’ αυτή την περιφρονημένη κατηγορία είναι οι καραβίδες και οι μαρίδες. Μερικές από τις απόψεις αυτές τις βρίσκουμε κι αλλού. Ο Alan Davidson μας παραπέμπει στον G. L. Faber, ένα Βρετανό που διετέλεσε πρόξενος στο Φιούμε το 19ο αιώνα, για τις απόψεις των Βενετσιάνων περί της μαρίδας: «Όταν Θέλουν να χλευάσουν κάποιον, τον αποκαλούν άτομο που τρώει μαρίδες», Mediterranean Seafood (Λονδίνο, 1981), σ. 90.
9· Αρχέστρατος 8* Αναξανδρίδης 40 Κ-Α* Αντιφάνης 145 Κ-Α.
10. Αναξανδρίδης 34 Κ-Α στ. 5 κ.ε. (οι τελευταίοι λίγοι στίχοι είναι κάπως κατεστραμμένοι). Με τη λέξη «φτηνόψαρα» αποδίδουμε στο περίπου τη λέξη φρυκτός, που ο αρχαίος λεξικογράφος Ησύχιος ερμηνεύει ως «φτηνό αποξηραμένο ψαράκι». Λυγκεύς ο Σάμιος [Αθήναιος 7.295ab]. Για τον Απουλήιο και τη σχέση του με τη μαγεία του ψαριού εν γένει, βλ. Adam Abt, Die Apologie des Apuleius von Madaura und die antike Zauberei [= Religionsgeschichtliche Versuche und Vorarbei- ten, επιμ. Albrecht Dietrich και Richard Wunsch, Heft II] (Giefien, 1908* επανέκδ. Berlin, 1967), σσ. 135-6 και 140-44. Τα αγγεία είναι ARV 101.3 και Eduard Gerhard, Auserlesene Griechische Vasenbilder, I, φωτ. LXV.
- Αθήναιος 13-586ab· Αριστοφάνης, Αχαρνείς 885 πρβλ. 894, Ειρήνη 1013-14′ πρβλ. επίσης Εύβουλος 34 και 36 Κ-Α, Άρχιηηος 27 Κ-Α και Αντιφάνης 27 Κ-Α με τα σχόλια του εκδότη αυτόθι. Η Παρβάτι, θεά του Μαντράς, της επαρχίας Ταμίλ Νάντου της Ν. Ινδίας, η οποία αποπλανεί το Σίβα και γίνεται γυναίκα του, είναι γνωστή εκεί ως Μηνακ- σί, η θεά με τα Ψαρίσια Μάτια.
- Αριστοφάνης, Ιππείς 927 κ.ε.· Αχαρνείς 1156-61′ Αντιφάνης 77 Κ-Α* SVF III, 167 #667.