Χθες, απόγευμα, λεωφορείο και σκόνη πηχτή, κολλούσε σαν αμαρτία. Σε θέσεις αντικριστές, κάτι νεαρά κορίτσια, τέσσερα. Έχουν πιάσει το τραγούδι – κανονικά. Ποικίλο πρόγραμμα: από «Θα σπάσω κούπες» ως «Δεν έχει σύνορα η καρδιά σου»…
Ενδιάμεσα, ανταλλάσσοντας μικρούς ψιθύρους ξεκαρδίζονται και τα κατάμαυρα μαλλιά τους ζωντανεύουν κι ανθίζουν. Αλλά, εμμηνοπαυσιακή τ’ αγριοκοιτάει κι ανακάθεται διαρκώς στη θέση της – πολύ την ενοχλούν η έκρηξη των νιάτων κι οι ολόφρεσκιες ορμόνες.
Κι έπειτα, μπαίνει μια γιαγιά – πολύ γιαγιά. Τα μαλλιά κατάλευκα κι οι ώμοι γερτοί – πολύ γερτοί. Σκέτο ερείπιο. Το ένα κορίτσι πετάγεται όρθιο, δίνει τη θέση, γλυκοκοιτάει με αθώα μάτια τη γιαγιά κι ύστερα ξαναπιάνει με τ’ άλλα το τραγούδι.
Η εμμηνοπαυσιακή εκρηγνύεται – «σταματήστε πια…» φωνάζει, αλλά η γιαγιά παίρνει θέση: «Καλέ, τι τα μαλώνεις; Άσε μας από κει. Μην την ακούτε. Πιάστε ξανά το τραγούδι κορίτσια – να πάνε τα φαρμάκια κάτω».
Κι εκείνα το ξαναπιάσανε – αυτήν τη φορά την «Πίπα της Ειρήνης». Έσκασε κι ένα γέλιο η γιαγιά πλατύ, σκανταλιάρικο και σα να εξαφανιστήκαν μεμιάς όλες οι ρυτίδες. Σα να ‘γινε και πάλι κι εκείνη κορίτσι.
(Βρε τι μπορεί να σου κάνει ένα και μοναδικό γέλιο… Τι μπορεί… )