Είχε ένα μικρό γυαλιστερό αυτοκινητάκι. Στο χρώμα της άμμου. Φρεσκοπλυμένο κι αστραφτερό, σα να το ‘χε μόλις φέρει από τη μάντρα. Φορούσε κι ένα ωραίο μεταξωτό φόρεμα ως το γόνατο – στο χρώμα της άμμου κι αυτό. Είχε τα μαλλιά καστανά, μακριά, λυτά κι ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά. Άκουγε μουσική, χτυπούσε ρυθμικά το τιμόνι κι ο αέρας της χάιδευε απαλά το φουστάνι.
Δεν ήταν σίγουρη πως άναψε φλας, μα καθώς έστριψε, το μηχανάκι έπεσε πάνω της. Εκείνου του’ σπασε τον καθρέφτη. Εκείνης της χάραξε μια αχνή πληγή στην πόρτα.
Βγήκε αυτή από το μικρό γυαλιστερό πληγωμένο αυτοκινητάκι, κατέβηκε κι εκείνος από το μηχανάκι, μελαχρινός, μικροκαμωμένος σαν εκείνη.
Ο θόρυβος του δρόμου τους σκέπασε τις λέξεις. Όμως δεν φώναξαν ούτε για μια στιγμή. Χαμογελούσαν μονάχα συνεχώς ο ένας στον άλλον, γέρνοντας τα κεφάλια για να κάνουν σκιά στα μάτια από τον ήλιο. Εκείνη ίσιωσε το φουστάνι της κοκκινίζοντας κι εκείνος έστρωσε φευγαλέα τα μαλλιά του…
Χαμογελούσαν «έτσι», ακόμα κι όταν ήρθε το λεωφορείο κι ανέβηκα. Τους κοιτούσα να ξεμακραίνουν… Ένα χαμόγελο-ευχή χαράχτηκε και στο δικό μου πρόσωπο, σαν την αχνή πληγή στην πόρτα του μικρού γυαλιστερού αυτοκινήτου.