Λεωφορείο. Χθες. Απόγευμα. Μόλις έχει πέσει η νύχτα. Πολυκοσμία – βλέπεις η απεργία. Δίπλα μου ένα ζευγάρι, γύρω στα 40 και κάτι. Ταλαιπωρημένοι, ρούχα λιγάκι τριμένα, μάτια μεγάλα, μαύρα, λαμπερά. Πρόσωπα κουρασμένα, μα υπομονετικά. Οι παλάμες τους ενωμένες, πλεγμένες η μία μέσα στην άλλη, σφιχτοδεμένες, αιωρούνται από μια, κοινή, χειρολαβή. Κοιτιούνται με γλύκα…
– Να κατέβουμε πιο πριν, να πάμε σούπερ μάρκετ.
– Ναι, να πάμε, αλλά δεν έχουμε πολλά λεφτά.
– Εντάξει, δεν πειράζει, θα πάμε πρώτα στις προσφορές.
– Να πάρουμε γάλα, α, και μην ξεχάσουμε φαγητό για το σκύλο.
– Ας πάμε πρώτα να πάρουμε φαγητό του σκύλου και μετά ό,τι περισσέψει…
Χαμογελούν ο ένας στον άλλον. Εκείνη μετά γέρνει γαλήνια το κεφάλι της στον ώμο του. Το λεωφορείο αγκομαχάει την ανηφόρα. Έξω έχει αρχίσει δυνατή βροχή…
(Αθηνά Ζαχαράκη)