“Αν εσείς η ίδια υποτιμάτε το ρόλο του μόδιστρου, θεωρώντας τον κάτι οχι πολύ σημαντικό, μιά τέχνη ανάλαφρη, δηλαδή, και πού έχει απλώς τήν ικανότητα νά πιάνει τό σφυγμό των καιρών, δεν το βρίσκετε φυσικό, θά μου πουν, νά κάνουν και οι άλλοι τό ίδιο, νά σας αντιγράφουν, να εμπνέονται άπ’ τις ιδέες σας όπως εσείς εμπνεόσασταν από αυτές που πετούσαν, σκόρπιες, πάνω άπ’ τό Παρίσι;
Μα και βέβαια : Από τη στιγμή που άνακαλυφθεί μιά ιδέα, προορισμός της ειναι νά χαθεί στην ανωνυμία. Ποτέ δεν θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ όλες μου τις ιδέες και είναι μεγάλη μου χαρά να τις βλέπω νά υλοποιούνται από άλλους, ενίοτε δε και πιο πετυχημένα απ’ ό,τι άπό μένα. Και γιά τό λόγο αύτόν έχω πάντοτε διαχωρίσει τη θέση μου άπό αύτη των συναδέλφων μου, επί χρόνια, σχετικά μ’ αύτό πού γιά κείνους είναι μεγάλο δράμα και που για μένα δεν υπάρχει: την άντιγραφή.
Ή δουλειά στά κρυφά, οί μοδίστρες νά ύπόκεινται σε ερευνά κάθε βράδυ στην έξοδο του άτελιέ, οί δίκες γιά τις άπομιμήσεις, οί κατάσκοποι, τά δείγματα πού εξαφανίζονται, τά πατρόν πού τά άρπάζει ό ένας άπό τον άλλο λες και πρόκειται γιά τον μαθηματικό τύπο της άτομικης βόμβας, όλα αύτά τά βρίσκω άνώφελα, παιδιάστικα, αναποτελεσματικά. Αρχισα με δύο κολεξιόν τό χρόνο. Οί συνάδελφοι μου παρουσίαζαν τέσσερις, γιά νά έχουν τό χρόνο νά άντιγράψουν τις δικές μου. “Βελτιωμένες» έλεγαν* και καμιά φορά είχαν δίκιο.
Τι αρτηριοσκλήρωση που δείχνει αυτός ο φόβος των απομιμήσεων, τι τεμπελιά, τι γραφειοκρατική αντίληψη, τι έλλειψη πίστης στη δημιουργία !
“Οσο πιο εφήμερη είναι ή μόδα, τόσο πιο τέλεια είναι ! Δεν μπορείς να προστατέψεις κάτι πού είναι ήδη νεκρό.
Θυμαμαι μια βραδιά στου Σιρό όπου υπήρχαν δεκαεπτά φορέματα Σανέλ, κανένα από τά όποια δεν είχε βγει άπ’τό ατελιέ μου. Ή δούκισσα ντ’Αλμπ με υποδέχτηκε με τά έξης λόγια: “Σου ορκίζομαι, το δικό μου είναι από σένα ». Δεν είχε κανένα απολύτως νόημα. ‘Όπως και τά λόγια της δούκισσας ντε λά Ροσ-φουκώ όταν απαντούσε σ’ έναν φίλο ο οποίος την καλούσε μαζι με μένα: ((Δεν τολμώ νά τη συναντήσω, το Σανέλ φόρεμά μου δεν είναι δικό της)). Κι εγώ με τη σειρά μου απαντούσα:
Ούτε κι εγώ είμαι πιά σίγουρη πώς και τά φουστάνια πού φοράω είναι απ’ το ατελιέ μου!