Έβαλε λίγο σκέτο καφέ στην αγαπημένη της κούπα που έγραφε: cognito ergo sum, στα λατινικά, το οποίο ήταν το αγαπημένο της απόφθεγμα από τον αγαπημένο της φιλόσοφο Ρενέ Ντεκάρτ και σήμαινε «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Όταν κάποιος άσχετος έμπαινε στον κόπο να τη ρωτήσει τι σήμαινε, του έλεγε ότι ήταν σουαχίλι και σήμαινε «Μπορεί εγώ να είμαι ρηχή, αλλά εσύ είσαι άσχημος», αν και δεν πίστευε σε καμία περίπτωση ότι ήταν ρηχή και θεωρούσε την ομορφιά -ή, τουλάχιστον, αυτό που θεωρούνταν ομορφιά στη Νότια Καλιφόρνια- υπερεκτιμημένη αξία.
Η Σκάρλετ ήξερε πως η περίεργη αίσθηση του χιούμορ της έκανε τους ανθρώπους κάπως επιφυλακτικούς απέναντί της, αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου. Ο μεσημεριανός ήλιος έμπαινε μέσα απ’ τα βρόμικα παράθυρα και φώτιζε αχνά τους ωχροκίτρινους τοίχους της κουζίνας. Ακριβώς έξω απ’ το παράθυρο μία καινούρια διαφήμιση είχε κάνει την εμφάνισή της πάνω στη μεγάλη πινακίδα του δρόμου. Αυτή τη φορά ήταν μια έφηβη που διαφήμιζε κάτι φορώντας τάγκα.
Από το “Γλυκιά ζωή, αθώα ψέματα” της L.Conrad.