Διακριτικός κι εγώ, κάτι σαν την Περιστέρα ένα πράμα, περίμενα να βγουν οι πολιτικοί αρχηγοί να ψηφίσουν ώστε να μη συγκεντρώσω πάλι τα φώτα της δημοσιότητας και έχουν μετά να λένε οι κακοήθεις.
Μόλις άρχισε ο χαμός στην Κυψέλη (μέχρι εδώ, πάνω απ’ τα Τουρκοβούνια ακουγόταν οι ουρανομήκεις ζητωκραυγές) και ενώ στην Ερυθραία ο Γιώργης περίμενε υπομονετικά τη σειρά του, τσουπ! βρήκα ευκαιρία και, απαρατήρητος, τρούπωσα στο Γυμνάσιο Παλαιού Παρταλίου να ασκήσω το ύψιστο δημοκρατικό δικαίωμα κάθε πολίτη. Πρώτη φορά ψήφιζα εκεί: αδύνατον να φανταστείτε πόσα σκαλιά έχει το ρημάδι το κτίριο! Εννοείται, το Τμήμα μου ήταν στο πάνω-πάνω-πάνω μέρος της πλαγιάς. Ξεφυσώντας σαν πνευματικό μεγατρύπανο κουβάλησα τα κανονικά αλλά και τα άλλα τόσα περίσσια κιλά μου στο 6212 Ε.Τ.
Ένας κοκκαλιάρης με μεγάλο αυτοκόλλητο ΣυΡιζΑ στο στήθος με κεραυνοβόλησε με το βλέμμα καθώς μπήκα με φόρα, ξεφυσώντας: φοβήθηκε μην πάρω σβάρνα τις ντανίτσες με τα ψηφοδέλτια που είχε ετοιμάσει για τους ψηφοφόρους. Φίδιασα το κορμί μου όπως μόνο ταξιτζήδες ξέρουν για να χώνονται σε ανυποψίαστους οδηγούς από δεξιά, κατάπια για να μη φτύσω και πρότεινα την ταυτότητά μου στην δικαστική αντιπρόσωπο.
Καλούλα, κομψή, με φανταχτερά γιαλιά. Μόνο που δεν ήταν η δικαστική αντιπρόσωπος, ήταν της εφορευτικής. Διάβασε το όνομά μου φωναχτά και ένας κύριος στα δεξιά της μου έδωσε τον φάκελλο, αυτόν με το αυτοκόλλητο (το ξαναλέω μην έχουμε πάλι σάλια στα ψηφοδέλτια από μερικούς μερικούς). Ο συριζοφρουρός μου έγνεψε να πάρω μια ντάνα απ’ τις έτοιμες. Κάθε μια είχε άλλο κόμμα πάνω-πάνω, ήξερα απ’ την πρόσφατη θητεία μου στην εφορευτική των Ευρωεκλογών ότι έτσι έπρεπε να γίνεται. Πήρα μια ντάνα που είχε τους Τροτσκιστές πάνω-πάνω, για να τιμήσω μια παλιά φιλενάδα μου, την Φιόνα, απ’ όταν ήμουν για σπουδές στην Ινγκλατέρα. Αχ, Φιόνα, πού να είσαι σήμερα άραγε; Τέσπα, εδώ ήρθαμε να ψηφίσουμε, όχι να γκομενίσουμε. Ξαναπήρα σοβαρό ύφος.
Μπήκα στο άδειο παραβάν και σχεδόν το γκρέμισα, πού να χωρέσω βρε παιδιά σε τόσο μικρό χώρο; Απορώ ο Βενιζέλος πώς χώρεσε, τι, δεν είναι όλα ίδιο μέγεθος;; Αίσχος. Σε μένα έλαχε το μικρό!
Ο συριζοφρουρός, να’ναι καλά το παληκάρι, ήρθε και τοποθέτησε την κουρτίνα δύο στη θέση της. Απίθωσα τα ψηφοδέλτια στο έδρανο, έβγαλα απ’ την τσέπη μου το σταυρωμένο και διπλωμένο ψηφοδέλτιο που μου είχε ετοιμάσει η γιαγιά μου και το έχωσα στον φάκελλο.
Παραλίγο να σαλιώσω, τελευταία στιγμή τράβηξα το προστατευτικό και πίεσα το αυτοκόλλητο μέρος στο απέναντι μέρος. Όλα εντάξει. Μετά ασχολήθηκα με την σακούλα των απορριμάτων του παραβάν: έχωσα το χέρι μου και έβγαλα όσα ψηφοδέλτια κατάφερα να γραπώσω, απ’ αυτά που είχαν πετάξει οι προηγούμενοι. Τα χάζεψα στα γρήγορα, παριστάνοντας ότι παίρνω μια αίσθηση του τι ψηφίζει ο κόζμος στο Παλαιό Παρτάλι. Τα περισσότερα ήταν Ανεξάρτητοι Έλληνες, ορκίζομαι. Μπορεί κάποιος να είχε μαζί του καμιά εκατοστή και να τα πέταξε στο συγκεκριμένο παραβάν.
Βγήκα και με ανέκφραστο ύφος ολοκλήρωσα την διαδικασία: έριξα τον φάκελλο στην Κάλπη, κάνοντας ταυτόχρονα ένα “φσσσσστ…” με το στόμα μου, με κύτταζαν περίεργα. Τους ευχήθηκα “καλό κουράγιο” και βγήκα, λαμπερός, γεμάτος αισιοδοξία και κουτσαίνοντας από κείνο το χτύπημα στο αριστερό γόνατο που δε λέει να γιάννει. Γυρνώντας στο σπίτι σκεφτόμουν συνέχεια να θυμηθώ να ρωτήσω τη γιαγιά τι ψήφισα, αφού ξέχασα να τσεκάρω τι ψηφοδέλτιο μου είχε δώσει. Τώρα που έφτασα όμως, η γιαγιά έχει πέσει για έναν υπνάκο. Δεν πειράζει. Θα μάθω το βράδυ. Η γιαγιά πάντα επιλέγει τον νικητή, χρόνια τώρα.