Την έχει αράξει, άνετος κι ωραίος μεσ’ την ψυχή μου. Πού και πού ρίχνει κανέναν υπνάκο, έτσι για να κρατιέται, λέει δυνατός και ακμαίος.
«Τι είσαι εσύ ρε παιδί μου;» τον ρώτησα, «τι παριστάνεις μέσα μου;» – «Είμαι το χάπι για την αθανασία της ψυχής σου» έτσι μου’ πε. «Δίνε» μου λέει «δίνε με πάθος την ψυχή σου σε ό,τι κάνεις. Κοίτα τους ανθρώπους στα μάτια, άγγιξε τους, αγάπα τους μέχρι να πονέσεις, αφέσου στο σωτήριο κλάμα σου… και μη φοβάσαι. Η συγκίνηση είναι η περιουσία της ψυχής σου. Αυτή την κάνει αθάνατη!».
Αυτά μου’ πε, αυτά σου λέω. Τον λένε, λέει, Έρωτα και δεν είναι ποτέ απών. Πού και πού ρίχνει κανέναν υπνάκο, έτσι, για να κρατιέται δυνατός και ακμαίος.
(Μιρέλλα Παπαοικονόμου)