Από μικρή με γοήτευε η φαντασίωση του να αλλάζω διαστάσεις. Με φανταζόμουνα στο μέγεθος της κούκλας μου να μπαίνω στο αυτοσχέδιο κουκλόσπιτό της και να περιφέρομαι άνετα σε ένα χώρο αποστειρωμένο, μοναχικό και σχεδόν βουβό. Παρόλο που κουκλόσπιτο κανονικό δεν είχα, η βιβλιοθήκη μου είχε αρκετό χώρο στο κάτω ράφι της έτσι ώστε εκεί είχα άνετα τοποθετήσει ότι από τα υπάρχοντα της κούκλας μου διέθετα: μία τραπεζαρία με περίτεχνες καρέκλες, βαμμένες στο χρώμα του χρυσού, και ένα λευκό κρεβάτι μαζί με το σκαμπό του με το μπλε κάλυμμα.
Σ’ αυτό το χώρο ζούσε η κούκλα μου και εγώ. Κατεβαίναμε από το διαμέρισμά μας με ασανσέρ, το οποίο ήτανε κρυμμένο κάπου στον τοίχο, στο υπόγειο γκαράζ, που δεν ήτανε τίποτα άλλο, από το τελευταίο κλειστό ντουλάπι της βιβλιοθήκης γεμάτο με παιδικά παραμύθια και ετερόκλητα αντικείμενα.
Είχαμε μεταξωτό φόρεμα χορού, κόκκινο της φωτιάς στο χρώμα, στολή μπαλαρίνας με χρυσό τελείωμα στο τούλι μαζί με ροζ πουέντ που δένανε πάνω από τον αστράγαλο με ένα σούπερ-μικροσκοπικό κουμπί, σουέντ καφέ μποτίνια με πλεκτό ρεβέρ και τζιν φούστα στενή μέχρι το γόνατο.
Το καλοκαίρι πηγαίναμε διακοπές σε μια μαγευτική παραλία με τεράστια ανοιχτόχρωμα βότσαλα από όπου σποραδικά φυτρώνανε μοβ ανθάκια τόσο γυαλιστερά σαν φτιαγμένα από πλαστικό. Εκεί στήναμε το αντίσκηνό μας ραμμένο από μπλε τζιν ύφασμα, βγάζαμε έξω τις καρέκλες μας και πίναμε κόκα κόλα από το φορητό ψυγειάκι μας, αγναντεύοντας το κύμα να σκάει στα πόδια μας.
Όταν βαριόμασταν να αράζουμε, βουτάγαμε στην θάλασσα παίρνοντας μέσα την άσπρη- ροζ σαμπρέλα μας. Το κύμα μας νανούριζε, μας παράσερνε και στο τέλος μάς ξέβραζε έξω και τότε, για το υπόλοιπο της ημέρας, βρίσκαμε καταφύγιο σε ένα σκιερό μέρος μέχρι ο ήλιος να χτυπήσει και πάλι τα κόκκινα παραθυρόφυλλα. Για να μην χάνουμε εντωμεταξύ την επαφή μας με τη θάλασσα πιπιλάγαμε τις πλαστικές, διαφανείς βαλβίδες, εγώ από τα πορτοκαλί μπρατσάκια μου και εκείνη από την άσπρη-ροζ σαμπρέλα της. Η αψιά αλμύρα μάς έκαιγε τη γλώσσα και μας κράταγε συντροφιά για όσο μέναμε μακριά από το νερό.
Όλα ήτανε νωχελικά ειδυλλιακά αφού δεν τρώγαμε, δεν κοιμόμασταν, δεν λερωνόμασταν και δεν πόναγε ποτέ το αυτί μας.
Λίγα χρόνια μετά η κούκλα βαρέθηκε μαζί μου, μπήκε σε μία βαλίτσα και μετακόμισε. Σαν να την πολυκούρασε η απραξία, παρόλο που φαινότανε να την απολαμβάνει. Έμεινα μόνη μου και επειδή δεν είχα λόγο πια να μικραίνω για να μπαίνω στο καλοσυγυρισμένο σαλόνι της άρχισα να συρρικνώνομαι, όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι μου. Νόμιζα τότε ότι το στρώμα έπεφτε προς τα πίσω σε μικρούς ομόκεντρους κύκλους. Το στομάχι μου ένιωθε ένα μικρό γοητευτικό κενό όπως όταν το αυτοκίνητο αφήνει για ελάχιστο χρόνο την άσφαλτο. Άλλοτε πάλι, το κρεβάτι έστριβε απότομα αριστερά ή δεξιά σαν διαστημόπλοιο που έπλεε στο απέραντο μαύρο του σύμπαντος. Μόνο όταν το κρεβάτι αγκυροβολούσε πάλι στο πάτωμα αισθανόμουνα ότι είχα επιστρέψει στις κανονικές μου διαστάσεις. Μόνος απόηχος από την προσωπική μου αυτή μικρή, νυχτερινή περιπέτεια ένα συνεχόμενο βούισμα στα αυτιά μου που στο τέλος με νανούριζε.
Σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων μια έπινα το υγρό από το μπουκάλι και μια έτρωγα το κέικ, κατά βούληση πάντα. Γύριζα τον διακόπτη και πεταγόμουνα το βράδυ έξω από τις κατεβασμένες γρίλιες των ξύλινων ρολών ή γινόμουνα τόσο μεγάλη που μπορούσα να πιάνομαι από τους στύλους των φώτων της εθνικής οδού, χορεύοντας γύρω τους.
Μια έτσι και μια αλλιώς κατόρθωνα να μπαίνω στον δικό μου μυστικό κήπο.
‘If it (the cake) makes me grow larger I can reach the key; if it makes me grow smaller, I can creep under the door: so either way I’ ll get into the garden’
Alice’s Adventures in Wonderland, Lewis Carroll (1865)