Οι καλοκαιρινές νύχτες προσφέρονται για δεκάδες πράγματα. Εκεί που είσαι όλη μέρα χωμένος πίσω από έγγραφα, από την οθόνη του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή και προσπαθείς να τα βάλεις με νούμερα, κακούς πελάτες, γραφειοκρατία, μνημόνια, φόρους και δεν ξέρω τι άλλο, έρχεται το βράδυ και σε απογειώνει, χαρίζοντάς σου μικρές αποδράσεις στην καρδιά της πόλης, αλλά και της εποχής που διανύουμε.
Το καλό με αυτές τις νύχτες είναι πως δεν χρειάζεται να διαθέτεις απαραίτητα μεγάλο budget για να περάσεις καλά. Κάπως έτσι, απλώς ντύνεσαι, στολίζεσαι και βρίσκεσαι να περπατάς στον πιο πολυσύχναστο δρόμο της περιοχής σου. Συνήθως αυτός ο δρόμος αφορά σε κάποια πλατεία που γύρω της βρίσκονται καφέ, μπαράκια και φαγάδικα κάθε λογής.
Ακόμα κι αν επιλέξεις να μη γίνεις θαμώνας σε κάποιο από αυτά, μπορείς πάντα να κάνεις το πιο απλό: να πάρεις ένα παγωτό στο χέρι, μια μπύρα ή έναν καφέ και να καθίσεις σε έναν παγκάκι με την παρέα σου ή μόνος, ίσα να ονειροπολήσεις, να σχολιάσεις ή απλώς, να παρατηρήσεις.
Εκεί, αρχίζουν τα προβλήματα.
Στην παρατήρηση.
Για την ακρίβεια, στο αποτέλεσμα της παρατήρησης.
Ξέρω, σας έσκασα.
Θα σας πω λοιπόν τι παρατηρώ εγώ όταν κάνω μια ανάλογη βόλτα σαν αυτήν που περιγράφω.
Μοναξιά, μεγάλη μοναξιά ολόγυρά μας.
Καλά, θα μου πει κάποιος, πού τη βλέπεις τη μοναξιά; Παντού κάθονται μεγάλες παρέες γυναικών και ανδρών και τα μαγαζιά είναι τόσο γεμάτα μερικές φορές που πρέπει να κάνεις υπομονή για να βρεις κάπου να καθίσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι κάποτε οι παρέες ήταν ετερογενείς. Κορίτσια και αγόρια όπου το φλερτ είχε τον πρώτο ρόλο. Πήγαινε η μία παρέα, πήγαινε και η άλλη και όταν τα βλέμματα γίνονταν έντονα και φλογερά, κάποιος αναλάμβανε τον ρόλο του Ερμή (ξέρετε, του παλικαριού από τον Όλυμπο που έκανε χρέη ταχυδρόμου- οι αρχαίοι τον έλεγαν αγγελιαφόρο γιατί ήταν πιο sic) και οι παρέες γίνονταν μία σε χρόνο dt. Χώρια που κάπως έτσι ξεκινούσαν δεκάδες σχέσεις.
Σήμερα, αυτό δεν υφίσταται. Τουλάχιστον, σε μεγάλο βαθμό.
Το φλερτ υπάρχει, αλλά μόνο πίσω από την ασφάλεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τον υπόλοιπο χρόνο ζούμε το περιβόητο «με κοιτάς, σε κοιτώ, καλά περάσαμε και σήμερα».
Μπορεί κανείς να σκεφτεί δεκάδες λόγους γιατί συμβαίνει αυτό.
Εγωισμός, ανασφάλεια, φόβος.
Εγώ το λέω άνθρωποι που δεν θέλουν να κάνουν το μπάσιμο στη ζωή του άλλου, γιατί αυτό το μπάσιμο μοιραία θα σημαίνει μοίρασμα. Σημαίνει πάρε λίγο από τον χώρο μου και τον χρόνο μου και δώσε μου λίγο από τον δικό σου. Σημαίνει σε αφήνω να μπεις εκεί όπου μέχρι πριν από λίγο ήμουν μόνος και ήταν όλα δικά μου. Σαν αυτό που συμβαίνει με τις ντουλάπες όταν συγκατοικείς, ένα πράγμα.
Ακούγεται τρομαχτικό, ε;
Συγγραφική α(η)δία ίσως και ιδανικό αλλά είναι όμορφο, όταν συμβαίνει.
Το θέμα είναι μπορείς να σπάσεις τον τοίχο που ο ίδιος έχεις χτίσει;
Μπορείς να ξορκίσεις τα φαντάσματα που σε κυνηγάνε;
Μπορείς να πάψεις να είναι τόσο εγωιστής, ώστε να θεωρείς πως όλες οι πληγές σου δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς κάποιου άλλου, ενώ εσύ ποτέ δεν έφταιξες;
Μπορείς να μάθεις να μοιράζεσαι;
Να παίρνεις, αλλά και να δίνεις;
Κι αν δεν μπορείς τέλος-τέλος χωρίς τοίχο γιατί έτσι έμαθες τόσα χρόνια, φτιάξε έναν νέο. Αυτή τη φορά για δύο, εσένα και τον άνθρωπό σου.
Είμαι σίγουρη ότι όλα θα είναι καλύτερα.
Τόσο απλά.