Ως εδώ ήταν λοιπόν φιλαράκι. Τελειώσαμε “αγάπη.” Game Over.
Και επειδή από κάπου πρέπει να πιαστώ για να αρχίσω, ποτέ δεν γούσταρα την ηλίθια “αγάπη”, που πετούσες τελευταία, χωρίς ένα όνομα, έτσι σαν αδέσποτη γάτα αυτή η ξεκάρφωτη, η ρημάδα η αγάπη να μην ανήκει κάπου.
Κάποτε, χρησιμοποιούσαμε τέτοιες φράσεις του “συρμού” γελώντας, ώσπου ένα τρένο πάτησε την παλιά μας φιλία, χάσαμε την επικοινωνία και μεταξύ μας τώρα δεν έχω την παραμικρή ενοχή που εγώ την έσπρωξα στις ράγες. ‘Ηταν μια δύσκολη απόφαση, όπως ακριβώς όταν χάνεις το σύντροφό σου και ταυτόχρονα σκληρή, μα πάνω από όλα ειλικρινής αφού δεν επέλεξα να σε αφήσω με την απορία εάν για παράδειγμα σε απέφευγα συστηματικά. Για αυτό τον απλό λόγο δε μετανιώνω.
Τίποτα δεν πήγε στραβά, ήταν θέμα χρόνου και νομίζω θα πρέπει να λέμε κι ευχαριστώ που αντέξαμε μέσα σε μια ανθρώπινη σχέση όπως οποιαδήποτε άλλη. Πέρασε όλα τα στάδια, από τον αρχικό ενθουσιασμό έως τον κορεσμό. Από την ανεμελιά ως το φόβο της σύμβασης για το “τί θα πούνε οι άλλοι” εάν παύαμε να είμαστε πλέον φίλοι μετά τα τόσα χρόνια.
Αλλάξανε οι καιροί και μαζί τους κι εμείς ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Εσύ όμως επέμενες να ζεις σε μια εποχή που τα θέλω μας ήταν διαφορετικά. Αρνήθηκες να προσαρμοστείς, να ωριμάσεις βρε φιλαράκι μου. επιδιώκοντας το παιδικό όνειρό σου που όσο απομακρυνόταν τόσο ζητούσες στήριξη για το ακατόρθωτο. Ούτε άκουγες μια δεύτερη, προσγειωμένη,ή έστω αλλιώτικη γνώμη. Ο θυμός σου προκαλούσε και άλλο θυμό σαν να επιδίωκες ξανά και ξανά την αυτοκαταστροφή σου, και ούτε μια φορά δε δέχτηκες να ακούσεις τις διαμαρτυρίες μου χαρακτηρίζοντας την άποψή μου μικρόμυαλη.
Κι ύστερα χωρίς λόγο, σαν να ήμουν εγώ η αιτία που το κακιασμένο σύμπαν που δεν συνωμοτούσε όπως ήθελες, ξεσπούσες σε μένα ώσπου φτάσαμε στο ίσαμε με εδώ και μη παρέκει,γαμήθηκε το αναθεματισμένο σύμπαν όταν δεν άφησες περιθώριο να συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε.
Πίστεψέ με κανείς μας δεν έχασε. Δεν άξιζε τον κόπο να προσπαθούμε είτε να διατηρήσουμε μια τέτοια φιλία, ή να συμβιβαστούμε σαν τίποτα απελπισμένοι που φοβούνται τη μοναξιά. Δεν είχα να σου δώσω άλλο, κυρίως υπομονή στα παιδιάστικα καπρίτσια σου. Από την άλλη εδώ και καιρό εσύ λειτουργούσες σαν άδεια μπαταρία που μου έκλεβε ενέργεια. Το περίφημο “πάρε – δώσε”, ήταν ελλειμματικό και πάντα σε βάρος μου. Ο σεβασμός στα προσωπικά όρια και ελευθερία εξαφανίστηκε. Κουράστηκα να στεναχωριέμαι για όσα δεν είχα καμία ευθύνη. Kαι αν τυχόν δε σου αρέσει όπως στα λέω, πες ότι πάψαμε να έχουμε και το παραμικρό κοινό.
Και μετά από όλα αυτά προχωράμε, δίχως θλίψη, μένος ή επιθυμία για εκδίκηση. Νέοι άνθρωποι αναπληρώνουν το κενό και σου οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για το ανεκτίμητο μάθημα που μου δίδαξες: να αποφεύγω ανθρώπους που σου μοιάζουν.