Μήνας Δεκέμβρης.
Ο μήνας της γιορτής μου.
Και αν πάνε χρόνια από τότε που θέλω να γράψω ένα γράμμα στη χαμένη μου παιδικότητα, δεν το αποφάσιζα ποτέ.
Μα απόψε, καθώς η νύχτα πλησιάζει, καθώς ξεφτίζουν οι αναστολές, καθώς μεθάνε του μυαλού μου οι φρουροί και οι λέξεις ξεπηδούν σαν τα αγρίμια, θέλω να γράψω δύο λέξεις για εκείνα που έχουν φύγει…
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με αγάπη, με ένα ποδήλατο, με ατομικά παιχνίδια, με χρώματα και μουσικές. Μα δεν ήταν με τους γονείς μου.
Οι μέρες πέρναγαν, οι μήνες, τα χρόνια και εγώ κλεισμένος σε ένα μικρό κλουβί ονόμαζα άλλον μαμά και άλλον μπαμπά. Μα όχι τους γονείς μου.
Δεν ξέρω τι μήνας ήταν, έτσι και αλλιώς δεν έχει σημασία, και ένα καράβι με πήρε μακριά, κάπου εκεί στην ηλικία των έξι, για να μάθω πως έχω άλλους γονείς, άλλους θείους, άλλη γιαγιά, άλλον παππού, άλλο σπίτι, άλλη οικογένεια.
Το γιατί, άργησα να το μάθω και τώρα πια δεν παίζει ρόλο. Όταν τα χρόνια έχουν περάσει, ξεχνάς και συγχωρείς, σωπαίνεις και τρέχεις να προλάβεις όσα έχεις χάσει.
Και αν πρόλαβα να φτάσω όσα ήθελα, αν κατάφερα να αγγίξω όσα είχα ονειρευτεί, δεν κατάφερα ποτέ να φέρω πίσω τnν χαμένη παιδικότητα, δεν κατάφερα ποτέ να θυμηθώ τον εαυτό μου να παίζει με άλλα παιδιά σε ένα νηπιαγωγείο, γιατί απλά, ποτέ δεν υπήρξαν παιδιά γύρω μου και γιατί απλά δεν πήγα ποτέ στο νηπιαγωγείο…
Ως ενήλικας πια, μου πήρε χρόνο να καταλάβω και εγώ ο ίδιος γιατί τα ποιήματα μου είναι μελαγχολικά, γιατί κρύβουν τόση μοναξιά, γιατί τόση θλίψη και όμως πάντα, κάπου εκεί στο τέλος, κρατούν μια νότα ελπίδας, αισιοδοξίας και δύναμης.
Ως ενήλικας πια, άργησα να καταλάβω γιατί αγαπώ τόσο πολύ τα παιδιά, γιατί ματώνω όταν τα βλέπω θλιμμένα, όταν κλείνονται στον εαυτό τους και δακρύζουν, θυμίζοντας μου ένα μικρό, μοναχικό αγόρι που το ήξερα καλά.
Ως ενήλικας πια, κατάλαβα αργά γιατί αγαπώ τα παραμύθια με τους βασανισμένους ήρωες και γιατί όταν περνώ έξω από παιδικές χαρές στέκομαι εκεί λεπτά ατελείωτα προσπαθώντας να βρω εκείνο το θλιμμένο αγόρι και να παίξω μαζί του…
Έχουν περάσει 31 ολόκληρα χρόνια από τότε που μπήκα σε εκείνο το καράβι και ταξίδεψα στο νησί που βρισκόταν το αληθινό μου σπίτι. Μα μου πήρε πολλά χρόνια και πολύ πόνο για να το αποδεχτώ ως δικό μου.
Άλλα τόσα χρόνια μου πήρε για να αποδεχτώ τους αληθινούς μου γονείς, για να πιω νερό από το ποτήρι τους, για να ξεχάσω, να συγχωρέσω, να δυναμώσω, να σωθώ…
Όχι, δεν ήμουν πάντα ένα αισιόδοξο αγόρι που του άρεσε να γράφει όμορφες λέξεις.
Όχι, δεν ήμουν πάντοτε δημοφιλής, δεν με ρωτούσαν τι νιώθω ή τι θέλω.
Όχι, δεν ήθελα ποτέ να γίνω κάτι μεγάλο και φωτεινό. Θυμάμαι μόνο τον εαυτό μου να παλεύω να αντέξω, να κάνω υπομονή και να ονειρεύομαι.
Και σήμερα, 37 χρόνια μετά την γέννηση μου, δεν ντρέπομαι να πω πως ακόμα δακρύζω όταν βλέπω τα παιδιά στο πάρκο, όταν τα βλέπω ευτυχισμένα να γελούν, να αγκαλιάζουν τους γονείς τους, να αγγίζουν τον ουρανό καθώς φτάνουν ψηλά καθισμένα στις κούνιες, να νιώθουν την αγάπη που τους αξίζει και που δεν πρέπει με τίποτα να στερηθούν…
Πάνε χρόνια που θέλω να γράψω αυτό το γράμμα, ίσως γιατί η αλήθεια είναι συνώνυμη της λύτρωσης. Ίσως γιατί το αύριο δεν είναι δεδομένο, ίσως γιατί η συγχώρεση έχει άλλη δύναμη όταν δίνεται γραπτή, ίσως γιατί τα χρόνια έχουν κλείσει τις πληγές και οι σιωπές να έχουν πει τα «σ’ αγαπώ» που λαχταρούσα…
Ευχαριστώ τους ανθρώπους που με μεγάλωσαν και με αγάπησαν με τόση θέρμη και ας τους έφυγα νωρίς. Ευχαριστώ τους γονείς μου που επέλεξαν να ζήσω και ας χρειάστηκε έξι χρόνια για να μπω στο σπίτι τους και άλλα 12 για να μπουν εκείνοι στην καρδιά μου.
Σας αγαπώ όλους τόσο πολύ και αυτό το γράμμα, μπορεί να μην φτάσει ποτέ στα χέρια σας, αλλά δεν γράφτηκε για να ξυπνήσει μνήμες ούτε για να ματώσει τις πληγές. Αυτό το γράμμα το όφειλα σε εμένα, στις στιγμές που δεν σας είχα, και σε εκείνο το αγόρι, που ευχόταν να βρεθεί για μια φορά στην παιδική χαρά και να αγγίξει με την κούνια του τα σύννεφα…