Πήγα να κάνω τρέξιμο στο πάρκο αλλά είδα άδειο παγκάκι οπότε έκατσα να δω τους άλλους που έτρεχαν. Δίπλα μου ένας που μύριζε πολύ. Τώρα που τον ξανακοιτάω μάλλον είναι άστεγος. Ίσως και ναρκομανής. Διαβάζει Εφημερίδα των Συντακτών, είναι μισόξυπόλυτος και φοράει στο ένα πόδι μόνο σαγιονάρα Mitsuko. Κάτι δεν πάει καλά σε αυτή τη χώρα. Γέλασε με κάτι που διάβασε και πέταξε την εφημερίδα.
“Ε! Τι κάνεις;” Δεν κρατήθηκα. Δε πα να έχει πάρει από αυτά τα ναρκωτικά που σε κάνουν πολύ δυνατό και να μη νιώθεις τον πόνο, εγώ θα το πω το σωστό. Γύρισε και με κοίταξε με το φαφούτικο χαμόγελό του.
-Δεν είναι δουλειά μου να μαζεύω τα σκουπίδια.”
“Και τι είναι η δουλειά σου;” Δεν είχε απάντηση. Είχα νικήσει. Αν και είχα πει να μην τρέξω, έκανα δυο γύρους θριάμβου γύρω από το παγκάκι για έμφαση. Ανεβοκατέβαζα και τα χέρια και ευχαριστούσα το αόρατο κοινό που με αποθέωνε. Έτσι πάει μπροστά η χώρα ρε! Για την Ελλάδα ρε….όχι, άσε, εκείνη ήταν ντοπαρισμένη τελικά, ε;
“Δεν είναι δουλειά σου; Δεν είναι δουλειά σου; Ε, βέβαια, δεν είναι δουλειά σου!”
Το πρεζόνι σηκώθηκε να φύγει. Ε, όχι, δεν θα τον άφηνα. Με ένα θεαματικό πλοζόν του έπιασα τον αστράγαλο. Πετσί και κόκκαλο ήταν και είχε πολλές τρύπες από τις βελόνες. Με έπιασε απροετοίμαστο το θέαμα και τον άφησα. Τελικά ήταν γρήγορος και δεν είχα όρεξη για τρέξιμο.
Έμεινα στο παγκάκι με την σαγιονάρα Mitsuko στο χέρι. Ακούς εκεί “δεν είναι δουλειά μου”! Έβραζα μέσα μου. Αυτή η κρίση είναι έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολο πράγμα. Αν δεν βοηθήσουμε όλοι όσο μπορούμε, δεν έχουμε ελπίδα.
Ήρθε και έκατσε δίπλα μου ένας άλλος κύριος. Καλοστεκούμενος. Αυτός διάβαζε Καθημερινή και δεν την πέταξε. Του εξιστόρησα αυτά που έγιναν. Ευγενέστατα με άκουσε χωρίς να με διακόψει. Πήρε την σαγιονάρα για να την εξετάσει. Μάλλον για να με ηρεμήσει κιόλα, την είχα κάνει λάστιχο από τα νεύρα μου.
-Δεν θέλω να σας απογοητεύσω, αλλά είχε δίκιο.
“Τι; Είστε σοβαρός; Είχε δίκιο να μη θεωρεί δουλειά του τα σκουπίδια;”
-Ναι, τον ξέρω. Εργοδηγός είναι στον ΟΣΕ. Αυτή είναι η δουλειά του.
Το καρδιακό μου ήταν αναπόφευκτο. Το στρες τόσο καιρό, το πολύ bacon, ήταν θέμα χρόνου όταν έγινε κι αυτό στο πάρκο. Ξύπνησα λίγες ώρες αργότερα στο νοσοκομείο και ο γιατρός δεν φαινόταν πολύ χαρούμενος. Ετοιμάστηκα για το τέλος. Ευτυχώς ο αδελφός μου είχε διαβάσει την διαθήκη μου και είχε φέρει ένα μεγάλο στερεοφωνικό να παίζει στην διαπασών το τραγούδι “Highway to Hell” των AC DC. Χαμογέλασα και του έκανα νόημα να πλησιάσει να του πω τις τελευταίες μου επιθυμίες. Έσκυψε κοντά μου. Προσπάθησα να του το εξηγήσω τρεις φορές αλλά δεν με άκουγε με την μουσική τόσο δυνατά. Ξεψύχησα με την σαγιονάρα Mitsuko στο χέρι και ο αδελφός μου υπέθεσε ότι αυτό ήθελα σαν σύμβολο της ζωής μου.
Καθώς κατέβαζαν το φέρετρο, όλοι έριχναν σαγιονάρες. Mitsuko δεν βρήκαν όλοι, πολλοί είχαν τις παλιές τους από τον στρατό. Μερικοί ορειβάτες φίλοι έριξαν σαγιονάρες από καταφύγιο, παρόμοιες είναι. Επικήδειο έβγαλε ο εργοδηγός. Μίλησε για την κρίση, για τα κεκτημένα της εργατικής τάξης, την Ευρώπη που δεν δουλεύει, τις προηγούμενες κυβερνήσεις που ήταν “μια από τα ίδια”. Έσκυψε δραματικά να ρίξει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο γιατί αυτός, αν και όταν τον γνώρισα, φορούσε Mitsuko, τώρα είχε έρθει με σακάκι και ανοιχτό πουκάμισο. Ίδιος ο Τσίπρας ήταν.
-Έχε γειά σύντροφε! είπε με ύφος εκατό Λένιν κοιτώντας το φέρετρο και τις σαγιονάρες που το είχαν καλύψει.
Το μικρό μειδίασμα ικανοποίησής του ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Μπορεί να είχα πεθάνει, μπορεί να ήμουν στο φέρετρο, μπορεί να με βάραιναν εκατό Mitsuko, είκοσι σαγιονάρες ελληνικού στρατού και πενήντα καταφυγίων αλλά τώρα σαν άλλος Λεωνίδας δεν το άφηνα έτσι.
Η σαγιονάρα του καρφώθηκε στο στόμα με δύναμη. Κανείς δεν κατάλαβε πως βγήκε από τη Γη έτσι. Μερικοί είπαν ότι είχε κάνει κάπως γκελ. Το σημαντικό είναι ότι του έσπασε η καρωτίδα καθώς έπεσε μέσα στον λάκκο. Δεν πιστεύω σε θεούς, προσδοκώ ανάσταση της Δικαιοσύνης αλλά σήμερα, σήμερα πήρα έναν από αυτούς τους πούστηδες μαζί μου στον τάφο.
Για την Ελλάδα.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιο συγγραφέας με μουστάκι, οπότε δικαιούται θεωρητικά να φοράει σαγιονάρα. Αλλά όχι! Ποτέ! Άντε κάνα Birkenstockοειδές αν ξεμείνει από ψηλή Γερμανίδα τουρίστρια μετά το πήδημα.