Οι γονείς σου σου έστειλαν ένα δέμα» μου είπε η γιαγιά μου μόλις μπήκα στο σπίτι. Καθόταν στην κουζίνα, έπινε κρασί και ξεφύλλιζε ένα περιοδικό μαγειρικής. «Θες να φτιάξουμε ένα γλυκό; Έχει μια φοβερή συνταγή για σουφλέ σοκολάτα».
«Αμέ». Κάθισα πάνω στον πάγκο της κουζίνας κι άνοιξα το δέμα των γονιών μου. Το κουτί ήταν λεκιασμένο με λαδιές. Μέσα υπήρχε κάτι που είχε ψήσει η μαμά μου, έμοιαζε με τούβλο. Σίγουρα ήταν κάτι ολικής άλεσης, διότι μπορούσα να διακρίνω διάφορα κλαδάκια στη ζύμη και ζύγιζε εκατό κιλά. Το μύρισα. Ήταν πολύ δύσκολο να περιγράψω πώς μύριζε, το σίγουρο όμως ήταν πως μύριζε απαίσια. «Τι είναι αυτό;»
Κοίταξα το σημείωμα που είχαν βάλει μέσα οι γονείς μου. «Είναι κολατσιό χωρίς ζάχαρη, πλούσιο σε πρωτεΐνες και φυτικές ίνες. Περιέχει μουρουνέλαιο». Κοιτάξαμε κι οι δυο μέσα στο κουτί.
«Υπάρχει περίπτωση να φας αυτό το κέικ από ψάρι;»
«Αν δεν το φάω, υπάρχει περίπτωση να με αναγκάσεις;»
«Αν σε βάλω να το φας, θα με πάνε μέσα για κακοποίηση ανηλίκου. Είμαι πολύ μεγάλη για να πάω φυλακή. Κάνε μου μια χάρη, μην το πετάξεις στην κουζίνα. Βγάλ’ το κατευθείαν έξω. Αυτή η μυρωδιά δε φεύγει με τίποτα».
Άρχισε να κατεβάζει διάφορα σκεύη από τα ράφια της κουζίνας. «Μια χαρά σε βλέπω. Να υποθέσω πως όλο αυτό το θέμα με τη Λόρεν πάει καλά;»
«Μέχρι τώρα καλά πάει. Μάλιστα, το σχέδιό μου έχει προχωρήσει στη δεύτερη φάση».
Η γιαγιά μου γύρισε και με κοίταξε έκπληκτη. «Ποιο σχέδιο;»
«Τίποτα σπουδαίο. Απλά θα της καταστρέψω τη ζωή, όπως κατέστρεψε κι εκείνη τη δική μου».
«Γλυκιά μου, δε σου κατέστρεψε τη ζωή».
«Έβαλε, πάντως, τα δυνατά της. Η περίοδος του λυκείου υποτίθεται πως είναι τα καλύτερά μας χρόνια. Εσύ τι λες; Σου φαίνομαι να ζω τα καλύτερά μου χρόνια;»
«Εμένα ποτέ δε μου γέμιζαν το μάτι τα άτομα που ισχυρίζονταν πως πέρασαν τέλεια στο σχολείο. Δεν είναι όμως εκεί το θέμα. Αν μέχρι τώρα δεν έκανες αυτό που ήθελες, στο χέρι σου είναι να αλλάξεις τη ζωή σου».
«Μα προσπαθώ να την αλλάξω».
«Εμένα μου φαίνεται πως περισσότερο προσπαθείς να αλλάξεις τη ζωή της Λόρεν παρά τη δική σου».
Σηκώθηκα και παραμέρισα το δέμα που είχαν στείλει οι γονείς μου. Όλα μέχρι τώρα είχαν πάει τέλεια, δεν ήθελα να μου το χαλάσει.
«Αφού εσύ μου έδωσες την ιδέα. Εσύ μου είπες ότι ήταν μια ευκαιρία κι ότι έπρεπε να την εκμεταλλευτώ».
«Αυτό που εννοούσα ήταν να γυρίσεις και να τους δείξεις τι αξίζεις. Να καταλάβεις και μόνη σου πως δεν έχεις κανέναν ανάγκη. Είσαι όμορφη, έξυπνη κι έχεις περισσότερο ταλέντο απ’ όλους αυτούς, που δε σε φτάνουν ούτε στο μικρό τους δαχτυλάκι. Δεν εννοούσα να έρθεις και να προσπαθήσεις να τους εκδικηθείς με κάποιο ηλίθιο σχέδιο».
«Το σχέδιό μου δεν είναι καθόλου ηλίθιο!» φώναξα. Η γιαγιά μου ξαφνιάστηκε, δεν περίμενε να της φωνάξω.
«Πολύ καλά λοιπόν» η γιαγιά μου άρχισε να καθαρίζει από τα νεύρα της τον πεντακάθαρο πάγκο της κουζίνας. «Κάτσε μια στιγμή να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα».
Κάθισα ξανά μπροστά της και σταύρωσα τα χέρια μου.
«Ίσως παρεξήγησες κάποια πράγματα που σου είπα τότε που είχαμε μιλήσει, πριν έρθεις εδώ. Αυτά παθαίνει κανείς όταν κάνει σοβαρές συζητήσεις από το τηλέφωνο. Το ξέρω ότι η Λόρεν είναι “περίπτωση”. Ούτε τα παπούτσια σου δεν είναι άξια να καθαρίσει. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι της βρήκες και κάνατε παρέα. Μπορείς να βρεις πολύ καλύτερες φίλες. Δεν έχω πρόβλημα που ήθελες να γυρίσεις με καινούριο όνομα για να αφήσεις πίσω σου το παρελθόν. Καταλαβαίνω απόλυτα πως θες να ξεφορτωθείς όλα όσα κουβαλούσες μέσα σου μέχρι τώρα. Εσύ, όμως, δεν έχεις αφήσει καθόλου πίσω σου το παρελθόν. Αν ήξερα ότι είχες όλα αυτά τα απωθημένα, δε θα δεχόμουν να σε γράψω στο σχολείο με άλλο όνομα».
Πήγα να διαμαρτυρηθώ, όμως σήκωσε το χέρι της και με διέκοψε.
«Δε χρειάζεται να τη συμπαθείς. Δε χρειάζεται να έχεις καμία σχέση μαζί της, όμως έχε μου εμπιστοσύνη, αν προσπαθήσεις να τη βλάψεις, να είσαι σίγουρη πως αυτό θα γυρίσει εις βάρος σου».
«Δεν πιστεύεις ότι της αξίζει;»
«Της αξίζει, και πάρα πολύ μάλιστα, όμως δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι αν πρέπει εσύ να πάρεις εκδίκηση.
Οι άνθρωποι συνήθως καταλήγουν εκεί που τους αξίζει ούτως ή άλλως».
«Κι αν δεν καταλήξουν ποτέ; Αν δεν πληρώσουν ποτέ γι’ αυτά που έκαναν;»
«Συνήθως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Ίσως η ζωή της να μην είναι τόσο ωραία όσο φαντάζεσαι».
«Ναι, καλά. Είναι δημοφιλής, έχει φίλες κι έχει και γκόμενο. Είναι στη θεατρική ομάδα και θα πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη φετινή παράσταση. Είναι αρχηγός των τσιρλίντερς. Δεν είναι δίκαιο να έχει φτάσει τόσο ψηλά ύστερα από αυτό που μου έκανε».
«Αν θες στ’ αλήθεια να την εκδικηθείς, τότε φρόντισε να είσαι χαρούμενη. Ζήσε τη ζωή σου. Κάνε φίλες, καλές φίλες. Ασχολήσου με αυτά που αγαπάς. Κάνε τον εαυτό σου καλύτερο».
Καθόμουν αμίλητη και ξέφτιζα την κορδέλα από το δέμα. Δεν μπορούσα καν να την κοιτάξω στα μάτια.
«Ένα από τα καλά της ηλικίας μου είναι ότι μαθαίνεις να βλέπεις τα πράγματα σε βάθος χρόνου. Δεν έχω καμία όρεξη να σου χαλάσω τα σχέδια. Αν πίστευα πως η εκδίκηση θα σε έκανε χαρούμενη, θα ήμουν η πρώτη που θα σε βοηθούσε, όμως δεν το πιστεύω».
«Καλά» είπα. Δεν μπορούσα να πω τίποτε άλλο. Αν προσπαθούσα να πω οτιδήποτε, θα έβαζα σίγουρα τα κλάματα. Τράβηξα την κορδέλα από το λαδωμένο δέμα και πήρα βαθιά αναπνοή.
«Ωραία, λοιπόν. Εσύ ξεφορτώσου αυτό το πράγμα κι εγώ θα φέρω τα υλικά για να φτιάξουμε ένα γλυκό της προκοπής, χωρίς μουρουνέλαιο. Το βράδυ στην τηλεόραση έχει το Καζαμπλάνκα. Σοκολάτα κι ασπρόμαυρη ταινία, υπάρχει τίποτα καλύτερο;»
Βγήκα έξω και πέταξα το δέμα στα σκουπίδια. Δεν είναι ότι δεν εκτιμούσα αυτά που μου είχε πει η γιαγιά μου, όμως στ’ αλήθεια πίστευα πως είχε άδικο. Πολλά πράγματα ήταν καλύτερα από τη σοκολάτα και τις παλιές ταινίες. Δεν μπορούσα να παρατήσω το σχέδιό μου. Άλλωστε, μόλις το είχα ξεκινήσει.
Από το βιβλίο “Πώς εκδικήθηκα την καλύτερη μου φίλη” – εκδόσεις Πατάκη